Την επίδραση του καρκίνου στην επίτευξη μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης ανέλυσε μελέτη η οποία παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση- συνέδριο του ESHRE που έγινε στη Γενεύη.
Την επίδραση του καρκίνου στην επίτευξη μιας επιτυχούς εγκυμοσύνης ανέλυσε μελέτη η οποία παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση-συνέδριο του ESHRE που έγινε στη Γενεύη.
Για πρώτη φορά μια μεγάλη πληθυσμιακά μελέτη ποσοτικοποίησε τις πιθανότητες εγκυμοσύνης έπειτα από θεραπεία καρκίνου σε γυναίκες κάτω των 39 ετών.
Η μελέτη-ορόσημο συνδέθηκε με όλες τις μορφές καρκίνου στην περιοχή της Σκωτίας κατά την περίοδο 1981-2012. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής, οι γυναίκες που επιβίωσαν από ένα καρκίνο είχαν 38% λιγότερες πιθανότητες να έχουν μια επιτυχημένη εγκυμοσύνη σε σύγκριση με τις γυναίκες στο γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η επιβλαβής επίδραση στη γονιμότητα ήταν εμφανής από σχεδόν όλους τους τύπους καρκίνου.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής Richard Anderson από το Κέντρο MRC για την αναπαραγωγική υγεία, του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μελέτη αυτή παρέχει τις πρώτες αξιολογήσεις, βασισμένες σε πληθυσμό που έχει υποστεί θεραπεία καρκίνου, αναφορικά με το πώς αυτός έχει επιδράσει στην αναπαραγωγική διαδικασία σε αυτές τις ηλικίες.
Όπως είπε, οι κυριότερες επιπτώσεις στην εγκυμοσύνη μετά από κάποιες κοινές μορφές καρκίνου υπογραμμίζουν την ανάγκη για ενισχυμένες στρατηγικές για τη διατήρηση της γονιμότητας σε κορίτσια και νέες γυναίκες.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ανάγκη για καλύτερη πρόσβαση στη γονιμότητα έχει γίνει πιεστικότερη τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτή συμβάλουν δύο λόγοι: πρώτον, τα βελτιωμένα ποσοστά επιβίωσης σε νεαρές γυναίκες και κορίτσια που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο και δεύτερον, οι βελτιώσεις στις τεχνικές της γονιμότητας και αποκατάστασης των ωοθηκών.
Αυτή η τελευταία μελέτη, η οποία ανάλυσε δεδομένα από το αρχείο καταγραφής του Scottish Cancer Registry και αφορούσαν 23.201 γυναίκες που επιβίωσαν του καρκίνου, αποκάλυψε 6.627 εγκυμοσύνες μεταξύ των επιζώντων του καρκίνου, όταν στον γενικό πληθυσμό ο αριθμός αυτός θα ανερχόταν περίπου στις 11.000.
Στις γυναίκες που δεν ήταν έγκυες πριν από τη διάγνωση του καρκίνου, σύμφωνα με τα στοιχεία, μόνο στο 20,6% των επιζώντων μετά τη διάγνωση επετεύχθη μια εγκυμοσύνη, όταν στην ομάδα ελέγχου το ποσοστό επιτυχία έφτασε το 38,7%.
Έτσι, οι γυναίκες με καρκίνο είχαν περίπου τις μισές πιθανότητες να επιτύχουν μια πρώτη εγκυμοσύνη μετά τη διάγνωση, όπως έδειξαν οι έλεγχοι.
Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι η πιθανότητα εγκυμοσύνης μειώθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, με σημαντικές διαφορές, μεταξύ των διάφορων διαγνώσεων καρκίνου. Συγκεκριμένα, υπήρχε σημαντική μείωση των ποσοστών εγκυμοσύνης σε γυναίκες με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, καρκίνο του μαστού και λευχαιμία. Ωστόσο, αυτοί οι καρκίνοι που διαγνώστηκαν αργότερα κατά την περίοδο της μελέτης (2005-2012) συνδέθηκαν με υψηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης από εκείνους που διαγνώστηκαν νωρίτερα (1981-1988), γεγονός που υποδηλώνει ότι για κάποιες θεραπείες για τον καρκίνο έχει μειωθεί ο αντίκτυπος στη γονιμότητα.
Η διάγνωση και η θεραπεία των γυναικείων καρκίνων είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τη γονιμότητα για διάφορους λόγους. Μερικοί εξ αυτών είναι:
Ωστόσο, ο καθηγητής Anderson τόνισε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης αφορούσαν μόνο την επακόλουθη εγκυμοσύνη και όχι την επίπτωση της υπογονιμότητας που προκλήθηκε από τη θεραπεία του καρκίνου. «Ορισμένες γυναίκες μπορεί να έχουν επιλέξει να μην έχουν εγκυμοσύνη» εξήγησε. «Έτσι, ενώ αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν μια αναμενόμενη μείωση της πιθανότητας εγκυμοσύνης μετά από χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία, η εγκυμοσύνη μετά από καρκίνο συνεπάγεται μια σειρά σύνθετων προβλημάτων που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σε αυτή τη μελέτη» σημείωσε.
Με τα ποσοστά αύξησης της επιβίωσης του καρκίνου η διατήρηση της γονιμότητας πριν από τη θεραπεία έχει έναν αυξανόμενο ρόλο να διαδραματίσει στις κλινικές γονιμότητας, όπως αποφάνθηκαν οι ειδικοί. Ωστόσο, ο καθηγητής Anderson περιέγραψε τις υπηρεσίες αυτές σε όλες τις περιοχές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ως «πολύ μεταβλητές». Όπως είπε, η κατάψυξη των ωαρίων μπορεί να καθιερώθηκε, αλλά η κρυοσυντήρηση των ωοθηκικών ιστών θεωρείται πειραματική ακόμα, παρόλο που είναι η μοναδική επιλογή για κορίτσια προεφηβικής ηλικίας.
Πρόσθεσε επίσης ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα επέτρεπαν στους κλινικούς ιατρούς να συμβουλεύουν πιο συγκεκριμένα τα κορίτσια και τις γυναίκες σχετικά με τις μελλοντικές πιθανότητες εγκυμοσύνης τους.
«Τα ευρήματα αυτά τονίζουν την ανάγκη να εξεταστούν οι πιθανές επιπτώσεις στη γονιμότητα σε κορίτσια και γυναίκες με νέα διάγνωση καρκίνου. Οι συνέπειες της διάγνωσης και της προγραμματισμένης θεραπείας και, κατά περίπτωση, των επιλογών για τη διατήρηση της γονιμότητας θα πρέπει να συζητούνται με τον ασθενή και την οικογένειά του. Ακόμη και για ασθενείς που θεωρούνται ότι έχουν χαμηλό κίνδυνο υπογονιμότητας ως αποτέλεσμα της θεραπείας, πρέπει να συζητήσουν κάθε ενδεχόμενο πριν από την έναρξη της θεραπείας» τόνισε, κλείνοντας ο καθηγητής Anderson.