Microsoft, Apple, Intel, Facebook, Google. Σχεδόν κανένα από τα μεγάλα ονόματα του τεχνολογικού κλάδου δεν έχει ξεφύγει από το άγρυπνο μάτι των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το πρόστιμο 2,42 δισ. ευρώ που επέβαλε η επίτροπος Μαργκρέτε Βεστάγκερ στην Alphabet -μητρικό όμιλο της Google- για εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στις διαδικτυακές αναζητήσεις, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Microsoft, Apple, Intel, Facebook, Google. Σχεδόν κανένα από τα μεγάλα ονόματα του τεχνολογικού κλάδου δεν έχει ξεφύγει από το άγρυπνο μάτι των ευρωπαϊκών αρχών ανταγωνισμού, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το πρόστιμο 2,42 δισ. ευρώ που επέβαλε η επίτροπος Μαργκρέτε Βεστάγκερ στην Alphabet -μητρικό όμιλο της Google- για εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης στις διαδικτυακές αναζητήσεις.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχουν επιβάλει έως τώρα οι Βρυξέλλες σε υπόθεση ανταγωνισμού, ξεπερνώντας το ποσό 1,06 δισ. ευρώ που είχε επιβληθεί το 2009 στην Intel. Από το 2013 έως το πρώτο εξάμηνο του 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επιβάλει συνολικά πρόστιμα 8,472 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις, με την αιτιολογία της παράβασης των κανονισμών περί θεμιτού ανταγωνισμού. Η χρονιά με τις λιγότερες «καμπάνες» ήταν το 2015, με κυρώσεις μόλις 364 εκατ. ευρώ, ενώ πέρυσι ήταν χρονιά-ρεκόρ, με την Κομισιόν να απαιτεί συνολικά 3,726 δισ. ευρώ. Εάν ανατρέξει κανείς ακόμη πιο πίσω, στα χρόνια από το 1990, τα πρόστιμα των Ευρωπαίων «τσάρων» ανταγωνισμού σε βάρος επιχειρήσεων και παράνομων καρτέλ ξεπερνούν τα 25 δισ. ευρώ.
Για τις Βρυξέλλες, ο αγώνας για ισότιμους όρους στο ευρωπαϊκό επιχειρείν προσλαμβάνει διαστάσεις σταυροφορίας, αν και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού επικρατεί διαφορετική άποψη, με κατηγορίες περί προστατευτισμού και διακρίσεις σε βάρος των αμερικανικών επιχειρήσεων και κυρίως των μεγάλων ονομάτων από τον κλάδο της τεχνολογίας. Πριν από την Google, το μεγαλύτερο πρόστιμο που είχε επιβληθεί ήταν στην Ιntel. Η Microsoft έχει βρεθεί αρκετές φορές στο στόχαστρο της Κομισιόν, με την αιτιολογία ότι προωθεί δικές της πλατφόρμες σε βάρος των μικρότερων ανταγωνιστών.
Για πολλούς γεννάται το ερώτημα εάν η Ευρώπη έχει ανοίξει πόλεμο με τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ, έναν πόλεμο που φούντωσε μετά τη στάση προστατευτισμού που προωθεί η νέα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ξεσπάει επιχειρηματικός πόλεμος στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το παράδειγμα της Volkswagen με το σκάνδαλο Dieselgate θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως η άλλη όψη του ίδιου ακριβώς νομίσματος: Τότε το πεδίο μάχης ήταν στον κλάδο αυτοκινήτου, με την αμερικανική Δικαιοσύνη versus της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ευρώπης.
Το ζητούμενο δεν είναι η επίδειξη ισχύος, ούτε η θυσία ενός μεγάλου ονόματος στον βωμό των ελεύθερων αγορών και του ανταγωνισμού. Για τα όργανα της Ε.Ε. οι κανονισμοί είναι σαφείς και ισχύουν για όλους, ανεξαιρέτως εθνικότητας. Δεν ξέρουμε όμως αν ισχύει το ίδιο και για τα όργανα της Ουάσιγκτον, που βασίζονται πλέον στο δόγμα «Πρώτα η Αμερική».