Πάντα ο άνθρωπος ζει με ένα μικρό όνειρο, το αύριο να είναι καλύτερο από το χθες. Τα τελευταία όμως χρόνια, το καλύτερο αυτό αύριο είναι κυριολεκτικά μόνο ένα όνειρο, που απλώς επιβεβαιώνει τον Αριστοτέλη, που όταν ρωτήθηκε τι είναι ελπίδα απάντησε «το όνειρο ενός ξύπνιου», γράφει ο Γιώργος Κούρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Πάντα ο άνθρωπος ζει με ένα μικρό όνειρο, το αύριο να είναι καλύτερο από το χθες. Τα τελευταία όμως χρόνια, το καλύτερο αυτό αύριο είναι κυριολεκτικά μόνο ένα όνειρο, που απλώς επιβεβαιώνει τον Αριστοτέλη, που όταν ρωτήθηκε τι είναι ελπίδα απάντησε «το όνειρο ενός ξύπνιου».
Δύο χρόνια capital controls και μόνο κεράκια σβήνουμε. Ουσιαστική αλλαγή καμία, όμως ελπίζουμε. Λέγε, λέγε, κάποτε θα αρθούν.
Λιτότητα στη λιτότητα και φως από πουθενά, αφού ήδη τα μέτρα για την επόμενη διετία έχουν ψηφιστεί. Ελπίζουμε ωστόσο ότι κάτι θα αλλάξει και θα έρθουν έστω τα αντίμετρα.
Και όλα αυτά γιατί; Πολύ απλά, γιατί ελπίζαμε για το χρέος. Ελπίζαμε για την ποσοτική χαλάρωση.
Πόσο δίκιο είχε ο Θαλής ο Μιλήσιος που έλεγε ότι το πιο συνηθισμένο είναι η ελπίδα, γιατί όταν όλα έχουν χαθεί αυτή μένει.
Αλλά σε λίγο όλα αλλάζουν. Έρχεται η ανάπτυξη, σε έναν χρόνο βγαίνουμε από τα μνημόνια, βγαίνουμε στις αγορές και οι επενδυτές αρχίζουν να κάνουν και πάλι ουρές.
Δυστυχώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, σωστά οι Γερμανοί υποστηρίζουν ότι οι δυνατοί έχουν θέληση και οι αδύναμοι έχουν ελπίδα.
Φανήκαμε αδύναμοι από την αρχή της κρίσης. Και είναι λυπηρό ότι ακόμη αδύναμοι είμαστε. Αδυνατούμε να δούμε την αλήθεια, να δούμε το πρόβλημα και να το λύσουμε. Γιατί πονάει, γιατί κοστίζει πολιτικά.
Μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, Δημόσιο, στο απυρόβλητο, δεν αγγίζουμε. Φόροι και εισφορές χωρίς μέτρο, ανεξέλεγκτα, απλώς για να γεμίσουν τα άδεια ταμεία, αδιαφορώντας για την κατανάλωση, τους τζίρους, κατ’ επέκταση τις εισπράξεις από έμμεσους και άμεσους φόρους, φαύλος κύκλος.
Αλλά για όλα υπάρχουν λύσεις, ίδιες και κοινότοπες. Παρατάσεις, ρυθμίσεις και τα χρέη φουσκώνουν, αν και όλοι γνωρίζουν ότι τον λογαριασμό κανείς δεν θα τον εξοφλήσει.
Και έτσι η απογοήτευση μεγαλώνει, η φτωχοποίηση γίνεται κανόνας, ήδη τέσσερα εκατομμύρια πολίτες βρίσκονται στον προθάλαμό της, η μισή Ελλάδα.
Αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα. Μόνο που για τον Νίτσε είναι το χειρότερο κακό που μας συμβαίνει, γιατί απλά παρατείνονται τα βάσανα.