Είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο πως οι «ανοικτές κοινωνίες» έχουν τους εχθρούς τους. Και οι τελευταίοι επιδιώκουν να τις «κλείσουν» γιατί πιστεύουν ότι μέσα σε κλειστά συστήματα ενδυναμώνεται η εξουσία τους, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο πως οι «ανοικτές κοινωνίες» έχουν τους εχθρούς τους. Και οι τελευταίοι επιδιώκουν να τις «κλείσουν» γιατί πιστεύουν ότι μέσα σε κλειστά συστήματα ενδυναμώνεται η εξουσία τους.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα και στον κόσμο των επιχειρήσεων. Οι εχθροί τους εκμεταλλεύονται την άγνοια και την τύφλωση στελεχών και επιχειρηματιών απέναντι στο επιχειρείν και την κοινωνική του διάσταση και προσπαθούν έτσι να εμφανίσουν προς τα έξω την επιχειρηματική μονάδα ως χώρο διαφθοράς, απληστίας και κοινωνικής αναλγησίας. Δυστυχώς, δε, υπάρχουν επιχειρηματίες και στελέχη επιχειρήσεων που με τις συμπεριφορές τους επικυρώνουν και άρα ενισχύουν τις προσπάθειες αυτές.
Σήμερα, σε έναν κόσμο όπου κατά τον ΟΗΕ η ανεργία συνολικά οδεύει προς τα 220 εκατομμύρια άτομα, η επιχείρηση -που είναι και η μοναδική πηγή δημιουργίας θέσεων εργασίας- βάλλεται από πολλές πλευρές, για έναν πολύ απλό λόγο: Αυτοί που δημιουργούν και διοικούν επιχειρήσεις αγνοούν πλήρως την πλευρά «εικόνα και φήμη», όχι μίας συγκεκριμένης εταιρικής μονάδας αλλά της διαλεκτικής που συμβάλλει στην ύπαρξη και λειτουργία της.
Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πολλές και καλές προσπάθειες οι οποίες γίνονται εντός και εκτός Ελλάδος για την προώθηση της έννοιας της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνουν κάποιες επιχειρήσεις στο επίπεδο αυτό. Ευθύς εξαρχής πρέπει να τονιστεί ότι οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απολύτως σωστές και μακάρι όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, να εφάρμοζαν παρόμοιες πρακτικές.
Πολύ φοβούμεθα, όμως, ότι οι πρακτικές αυτές τονίζουν μεν την κοινωνική διάσταση του επιχειρείν, πλην όμως δεν προχωρούν σε βάθος. Με άλλα λόγια, δεν αναδεικνύουν τον ουσιαστικό ρόλο της επιχείρησης ως μέσου πρόσβασης του ατόμου σε υλικά και άυλα αγαθά - τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, συνθέτουν και το αποκαλούμενο «κοινωνικό κεφάλαιο» μιας χώρας και της κοινωνίας της.
Στο επίπεδο αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι, όντως, στις αναδυόμενες κοινωνίες του 21ου αιώνα οι ανισότητες διευρύνονται, παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι πληθυσμοί έχουν πρόσβαση στον παραγόμενο πλούτο. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Οι κεϋνσιανοί και οι μαρξίζοντες οικονομολόγοι, που πάντα αναλύουν την πραγματικότητα με αμιγώς ποσοτικά κριτήρια, αδυνατούν να αντιληφθούν ότι όλο και περισσότερο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες κοινωνίες τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους διαμορφώνουν και νέα κοινωνικά περιβάλλοντα. Υπό αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, μία ισχυρή πηγή ανισοτήτων είναι αυτή της άνισης κατανομής άυλων αγαθών, όπως είναι η παιδεία, ο πολιτισμός, τα δίκτυα, οι ηθικές αξίες και η αυτοολοκλήρωση.
Όταν σε κάποιες κοινωνίες ο εξισωτισμός προς τα κάτω σε παιδεία και κουλτούρα θεωρούνται μέσα κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε, σε έναν κόσμο όπου οι μάχες για ταλέντα και αριστείες είναι αδυσώπητες, η κατάρρευση μιας χώρας και της κοινωνίας της πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Θέλουμε δεν θέλουμε, μας αρέσει δεν μας αρέσει, πρέπει να δεχθούμε ότι κάθε άτομο είναι αξιακά τοποθετημένο μέσα στον κόσμο. Δεν μπορεί, έτσι, να αποφύγει να πάρει θέση ως προς τον υπαρξιακό του προσανατολισμό.
Κατά συνέπεια, σε μεγάλο βαθμό είμαστε αυτό που επιλέγουμε να είμαστε.
Πώς, όμως, ένα άτομο μπορεί να είναι αυτό που το ίδιο επιλέγει όταν σε μία κοινωνία αποκρύπτεται -ή, ακόμα χειρότερα, διαστρεβλώνεται συνειδητά- η αξιακή βάση των επιλογών του; Ποια κοινωνία μπορεί να πάει μπροστά όταν συνειδητά υπάρχουν στους κόλπους της κυρίαρχες δυνάμεις που καλλιεργούν τον ανορθολογισμό και τον φόβο ως στοιχεία κατάργησης της κριτικής σκέψης; Από μόνη της, ωστόσο, η κατάρρευση της κριτικής σκέψης είναι συντελεστής ανισότητας, για τον πολύ απλό λόγο ότι ο άνθρωπος που δεν σκέπτεται δεν μπορεί και να θέλει. Είναι ένα απλό και άβουλο εξάρτημα μίας απρόσωπης και κυνικής εξουσίας, η οποία βεβαίως τον περιφρονεί και τον αποστρέφεται.
Είναι λοιπόν καιρός στελέχη επιχειρήσεων και επιχειρηματίες να καταλάβουν ότι το επιχειρείν δεν είναι μόνο βίλες, κότερα, πισίνες και πάρτι στη Μύκονο. Το επιχειρείν δεν είναι μόνον bonus και «χρυσά αλεξίπτωτα» όταν χρεοκοπούν επιχειρήσεις. Επιχειρηματικότητα δεν είναι μόνον «αρπαχτές» και άλλα παρόμοια.
Στις μέρες μας το επιχειρείν πρέπει να γίνει και μέσον «ανακεφαλαιοποίησης» των πτωχών, προσφέροντάς τους ευκαιρίες πρόσβασης σε άυλες αξίες - με πρώτη και καλύτερη αυτήν που ακούει στη λέξη «γνώση».
Στον υπό διαμόρφωση κόσμο του σήμερα και του αύριο, το μέλλον θα ανήκει όλο και περισσότερο στις «επιχειρούσες κοινωνίες», που θα δίνουν αξία στο ταλέντο, στη γνώση και την ηθική υπόσταση. Όπως δε εύστοχα παρατηρεί η Αμερικανίδα φιλόσοφος Μάρθα Νουσμπάουμ, η τελευταία δεν αποτελεί τόσο ατομικό κατόρθωμα όσο ένα κοινωνικό επίτευγμα, στην ολοκλήρωση του οποίου το επιχειρείν έχει και αυτό τον λόγο του.