Έγκαιρα είχαμε επισημάνει πως όσο πιο κοντά φτάσουμε στην ημερομηνία διεξαγωγής των γερμανικών εκλογών -Σεπτέμβριος 2017- τόσο πιο κακή θα είναι η λύση για το χρέος. Το παζάρι του τελευταίου διμήνου, δυστυχώς, επιβεβαιώνει τους φόβους μας, ενώ όπως διεξάγεται, με αυτά που διαρρέουν από τις μυστικές διαβουλεύσεις, δεν «περιποιεί τιμή» για τους οικονομολόγους των δανειστών.
Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Έγκαιρα είχαμε επισημάνει πως όσο πιο κοντά φτάσουμε στην ημερομηνία διεξαγωγής των γερμανικών εκλογών -Σεπτέμβριος 2017- τόσο πιο κακή θα είναι η λύση για το χρέος. Το παζάρι του τελευταίου διμήνου, δυστυχώς, επιβεβαιώνει τους φόβους μας, ενώ όπως διεξάγεται, με αυτά που διαρρέουν από τις μυστικές διαβουλεύσεις, δεν «περιποιεί τιμή» για τους οικονομολόγους των δανειστών.
Το Βερολίνο δεν θέλει να εμφανιστεί ότι υποχωρεί στο ελληνικό ζήτημα και ότι φορτώνει στους πολίτες του το βάρος της διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Ταυτόχρονα όμως θέλει στο ελληνικό πρόγραμμα το ΔΝΤ, το οποίο εμφανίζεται να θεωρεί απαραίτητη την απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο, αλλά εσχάτως βάζει και «νερό στο κρασί του». Οι δύο πλευρές, που φαινομενικά έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις, κατά την ανταλλαγή των επιχειρημάτων διαφωνούν στους ρυθμούς ανάπτυξης που θα έχει η Ελλάδα τα επόμενα 40 χρόνια.
Επί του προκειμένου, στο σενάριο βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους η ευρωπαϊκή πλευρά προτείνει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περί του 1,5% και το ΔΝΤ το αμφισβητεί και επιμένει σε πρόβλεψη κάτω του 1%. Δεν είναι ώρα να θυμίσουμε τις… επιτυχημένες προβλέψεις των δανειστών από το 2010 και εντεύθεν, για πιο κοντινά διαστήματα, πόσο μάλλον να λάβουμε σοβαρά τις εκτιμήσεις τους για ύστερα από 40 χρόνια.
Στη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους οι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμά της είναι ο ρυθμός ανάπτυξης, τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα επιτόκια δανεισμού και οι ετήσιες τοκοχρεολυτικές πληρωμές.
Όσο πιο ψηλός είναι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, τόσο ευκολότερα βγαίνει το σενάριο της βιωσιμότητας και αποδυναμώνεται η συμβολή των άλλων συντελεστών.
Εν πάση περιπτώσει, αν ο πήχης της ανάπτυξης τοποθετηθεί κάτω από το 1% ετησίως, όπως επιθυμεί το ΔΝΤ και με την υπόθεση εργασίας ότι την αποδέχονται οι Ευρωπαίοι, τότε η Ελλάδα θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη απομείωση χρέους, αλλά ταυτόχρονα θα φανεί πως ρίχνει «λευκή πετσέτα» στις αναπτυξιακές της προοπτικές. Όταν αποδέχεται πως η οικονομία της θα έχει οριακή ανάπτυξη, κοντά στη στασιμότητα, στα επόμενα 40-50 χρόνια, στέλνει ένα σαφέστατο αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
Διαφωνίες υπάρχουν και για την επίδραση των άλλων συντελεστών, οι περισσότερες των οποίων είναι προφάσεις και όχι πραγματικές. Όλα αυτά, όμως, τέσσερις μέρες πριν από τη 15η Ιουνίου, καθιστούν την υπόθεση του χρέους έναν Λαβύρινθο, χωρίς ακόμη να έχει βρεθεί ο μίτος που οδηγεί στην έξοδο.