Επανέρχεται περιοδικά η συζήτηση για τον ρόλο της βιομηχανίας ως κλάδου -και μάλιστα της μεταποίησης- στο συνολικό αναπτυξιακό πρότυπο στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Α.Δ.Παπαγιαννίδη
[email protected]
Επανέρχεται περιοδικά η συζήτηση για τον ρόλο της βιομηχανίας ως κλάδου -και μάλιστα της μεταποίησης- στο συνολικό αναπτυξιακό πρότυπο στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Αυτήν τη φορά, όμως, με την παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ «Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα: Τάσεις και Προοπτικές», υπάρχει ένα διαφοροποιητικό στοιχείο, σε σχέση με τις πολλές διαδοχικές στρώσεις μελετών που προηγήθηκαν. Είναι το στοιχείο αυτό ότι την πρωτοβουλία/στήριξη είχε η «Ελληνική Παραγωγή», δηλαδή ο προ ολίγων μόλις εβδομάδων δημιουργηθείς (ως αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία) φορέας που συγκεντρώνει μερικές μεγάλες βιομηχανίες (ΕΛΒΑΛ, ΧΑΛΚΟΡ, ΑΓΕΤ, Ελ. Λευκόλιθοι, ΕΛΜΙΝ, Επίλεκτος) καθώς και περιφερειακούς Συνδέσμους (Βορείου Ελλάδος, Θεσσαλίας/Κεντρικής Ελλάδος, Πελοποννήσου/Δυτικής Ελλάδος, Αττικής - Πειραιώς).
Το γεγονός ότι η πρωτοβουλία αυτή συμπίπτει με την 110η επέτειο από την ίδρυση του ΣΕΒ (αλλά και τα 10 χρόνια από τη μετονομασία του από Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών σε Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, αν και στην πρόσφατη Γ.Σ. του Συνδέσμου ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε σε ακόμη παλιότερη/παραδοσιακότερη εκδοχή, «Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων»...), και ρητώς προβλήθηκε ως μη ανταγωνιστική αλλά συμπληρωματική του ΣΕΒ, αφήνει πίσω τις δικές του αντηχήσεις. Ο καθένας φθάνει στο δικό του συμπέρασμα. Άλλωστε, παρουσιάζοντας τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ο γενικός διευθυντής του Νίκος Βέττας θύμισε ότι σ’ αυτό το ακρωνύμιο, ενώ το «Ι» αντί για το αρχικό Ινστιτούτο υποδηλώνει πλέον Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, το «Β» του «Βιομηχανικών» συνειδητά παρέμεινε προκειμένου να δείχνει τη συνεχιζόμενη έμφαση του βιομηχανικού κλάδου ως συνιστώσας της οικονομίας...
Στην παρουσίαση της μελέτης-πρωτοβουλίας επιχειρήθηκε -από τον επιστημονικό υπεύθυνο Άγγελο Τσακανίκα- να δοθεί μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να σημάνει μια επάνοδος της μεταποίησης στο προσκήνιο. Προβάλλοντας το «συνολικό οικονομικό αποτύπωμα» της μεταποίησης με βάση τις άμεσες αλλά και έμμεσες επιδράσεις σε άλλους τομείς (μέσα από τα εισοδήματα που η μεταποίηση δημιουργεί) και υπολογίζοντας με πολλαπλασιαστή 3,1:1 η μεταποίηση καταλήγει στο ότι «πιστώνεται» συνολικά 31% του ΑΕΠ και (με πολλαπλασιαστή 3,51) εξασφαλίζει το 31,1% της συνολικής απασχόλησης. Με αυτά ως βάση και κάνοντας ένα υποθετικό σενάριο επιστροφής σε επίπεδα συμμετοχής της μεταποίησης στη συνολική οικονομία στο 1995 (όχι απολύτως απροσγείωτο) θα σήμαινε αύξηση της ζήτησης και 5,7 δισ. ευρώ. Φθάνει κανείς να ρεμβάζει... Βέβαια, η ίδια η μελέτη ΙΟΒΕ/«Ελληνικής Παραγωγής» δεν παραλείπει να θυμίσει ότι και σε όλη την «Ευρώπη» η μεταποίηση εδώ και καιρό αφέθηκε να φθίνει. Είτε συνειδητά (αποφόρτιση του περιβάλλοντος, αναζήτηση χαμηλού κόστους...) είτε από χαλαρότητα/ευκολία.
Πάντως, μια τέτοια προσέγγιση είναι που έδωσε στον Μιχάλη Στασινόπουλο της ΒΙΟΧΑΛΚΟ/Ομίλου Στασινόπουλου το «πάτημα» να ζητήσει να φύγουμε από τα στερεότυπα που θεώρησαν επί χρόνια τη βιομηχανία ως «παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί»! Ή πάλι ως θέμα «δεύτερης ή τρίτης προτεραιότητας», που αρκετές φορές αγνοήθηκε ακόμη και σε μελέτες-προτάσεις ανάπτυξης της οικονομίας, οι οποίες παρέκαμπταν τη βιομηχανία.
Δίνοντας, τώρα, με τη συνηθισμένη του συνεκτικότητα λόγου-επιχειρήματος τη λογική που εξηγεί γιατί αποτελεί αναγκαιότητα η επαναφορά/επανάκαμψη της βιομηχανίας, και μάλιστα της μεταποιητικής, στο προσκήνιο ο Νίκος Βέττας ως γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ κατέθεσε μια σειρά από αυτονόητους πλην συχνά λησμονημένους λόγους:
(α) το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι κατά βάσιν εξωτερικό (οπότε χωρίς εξαγωγές δεν αντιμετωπίζεται η εξυπηρέτησή του - και η μεταποίηση είναι η κατ’ εξοχήν/κατ’ ανάγκην εξαγωγικός τομέας).
(β) το ότι οι εισαγωγές, που διαχρονικά χαρακτηρίζουν το ελληνικό ισοζύγιο, «απαιτούν» εξαγωγές για αντιστάθμιση· οι δε εισαγωγές αφενός οδηγούν την κατανάλωση, αφετέρου αφορούν κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, ο οποίος και δημιουργεί το επόμενο loop παραγωγής.
(γ) οι εξαγωγές κατ’ ανάγκην απαιτούν έκθεση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, οπότε εγκαθιστούν την ανταγωνιστικότητα ως «δεύτερη φύση» στην παραγωγή.
(δ) ο βιομηχανικός/μεταποιητικός κλάδος εξασφαλίζει υψηλής ποιότητας και σταθερή απασχόληση, συνεπώς αποτελεί εγγενές φρένο στο φαινόμενο του brain drain.
(ε) η ίδια η ανταγωνιστικότητα και η απασχόληση αναβαθμισμένου ανθρώπινου δυναμικού, οδηγούν στην ενσωμάτωση καινοτομίας και νέων τεχνολογιών στην οικονομία.
Να δούμε τη συνέχεια αυτής της πρωτοβουλίας, βέβαια...