Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης προκαθορισμένου, από το Υπουργείο Παιδείας, θέσεων. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να γράψει κανείς άριστα, αλλά να γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους, ώστε να πετύχει στη σχολή που θέλει, γράφει ο Στράτος Στρατηγάκης.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Mαθηματικού - ερευνητή
[email protected]
Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης προκαθορισμένου, από το Υπουργείο Παιδείας, θέσεων. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να γράψει κανείς άριστα, αλλά να γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους, ώστε να πετύχει στη σχολή που θέλει. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει βάση που πρέπει ο υποψήφιος να περάσει για να εισαχθεί στις Ανώτατες Σχολές, ούτε βέβαια η επιτυχία σε κάποια σχολή πιστοποιεί ότι ο υποψήφιος είναι έτοιμος για τις σπουδές του. Χαρακτηριστικά είναι τα ακραία παραδείγματα που βλέπουμε μερικές φορές, όπως στις εισαγωγικές εξετάσεις του 2016 που εισήχθη υποψήφιος με 1560 μόρια, δηλαδή με περίπου 1,5 μέσο όρο στα 4 μαθήματα!
Στον αντίποδα βλέπουμε υποψηφίους που αριστεύουν, συγκεντρώνοντας 18.000 μόρια, να μη μπορούν να σπουδάσουν ιατρική, για παράδειγμα. Συνεπώς το ζητούμενο είναι οι βαθμοί που θα γράψει ο υποψήφιος να είναι αρκετοί για να πετύχει το στόχο του.
Τη στιγμή των εξετάσεων δεν μπορεί να γνωρίζει ο υποψήφιος αν αυτό που φαίνεται ότι γράφει είναι αρκετό. Αυτό εξαρτάται από τη δυσκολία των θεμάτων, που δεν είναι ίδια κάθε χρόνο. Μικρές διαφορές είναι λογικό να υπάρχουν από χρονιά σε χρονιά καθώς οι θεματοδότες αλλάζουν . Το θέμα είναι ότι παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές από χρονιά σε χρονιά που αιφνιδιάζουν τους διαγωνιζόμενους.
Στα παραδείγματά μας επιλέξαμε διαδοχικά έτη εξέτασης γιατί οι υποψήφιοι έχοντας, λανθασμένα, ως τελευταίο δεδομένο αυτό της προηγούμενης χρονιάς αναμένουν κάτι ανάλογο και στις εξετάσεις που συμμετέχουν με αποτέλεσμα να αιφνιδιάζονται δυσάρεστα. Στον πίνακα 1 βλέπουμε ότι το 2015 εξετάστηκαν στη φυσική 46.826 υποψήφιοι εκ των οποίων έγραψαν πάνω από 15 μόλις 4.405 υποψήφιοι, λιγότεροι από 10%. Η προετοιμασία των υποψηφίων για τις εξετάσεις του 2016 περιελάμβανε πολλές δύσκολες ασκήσεις, αφού η προετοιμασία προσαρμόζεται στα θέματα των προηγούμενων εξετάσεων. Ο υποψήφιος που διαγωνίστηκε το 2016 ήταν προετοιμασμένος για πολύ δύσκολα θέματα και αντιμετώπισε πολύ εύκολα. Βγήκε από την αίθουσα πανηγυρίζοντας με ένα 19 στην “τσέπη”. Όταν ανακοινώθηκαν οι βαθμοί το 95 στα 100, δηλαδή το 19 του φάνηκε εξαιρετικό. Παρατηρώντας τους συμμαθητές του διαπίστωσε ότι και αυτοί είχαν γράψει 19. Πράγματι το 2016 έγραψαν 19 και άνω στη φυσική 5.010 υποψήφιοι, ενώ το 2015 έγραψαν πάνω από 15 μόλις 4.405 υποψήφιοι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι υποψήφιοι που έγραψαν 19 στη φυσική δεν πέτυχαν στην ιατρική που ήταν ο στόχος τους, κάτι που ήταν αδιανόητο το 2015. Συνεπώς ήταν πιο χρήσιμο το 15 στη φυσική το 2015 από το 19 στη φυσική το 2016.
Στον πίνακα 2 βλέπουμε ότι στα Μαθηματικά τα θέματα του 2014 ήταν πολύ πιο εύκολα από την αμέσως προηγούμενη χρονιά με αποτέλεσμα όσοι έγραψαν πάνω από 15 το 2013 να είναι περίπου όσοι έγραψαν πάνω από 18 την επόμενη χρονιά, το 2014. Αντίστοιχα όσοι έγραψαν πάνω από 12 το 2013 ήταν τόσοι όσοι έγραψαν πάνω από 15 το 2014.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι υποψήφιοι την ώρα που γράφουν μπορεί να δουν ότι δεν καταφέρνουν να γράψουν το βαθμό που υπολόγιζαν. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούν να γνωρίζουν αν ο βαθμός, που πιστεύουν ότι γράφουν, θα είναι αρκετός για να πετύχουν στη σχολή που επιθυμούν. Συνεπώς η ψυχραιμία είναι πολύ καλύτερη από τον υπερβολικό ενθουσιασμό ή την απογοήτευση.
Όταν θα ανακοινωθούν οι βαθμοί τότε μία σύγκριση με τα πανελλήνια στατιστικά θα μπορούσε να δώσει μία πρώτη ένδειξη για τη βαθμολογία σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους. Μόνο όταν ανακοινωθούν οι βάσεις θα φανεί αν ο υποψήφιος πέτυχε το στόχο του.