Την ανάγκη το Eurogroup της 15ης Ιουνίου «να κάνει έστω και την ύστατη ώρα ό,τι δεν έκανε» στις προηγούμενες συνεδριάσεις, υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, σημειώνοντας πως η Ελλάδα εν όψει της κρίσιμης αυτής συνεδρίασης πρέπει να καταστήσει σαφές πως η ελάφρυνση του χρέους δεν μπορεί χωρίς συνέπειες να μετατίθεται διαρκώς στο μέλλον, ενώ χαρακτήρισε λανθασμένες και μυωπικές τις θέσεις ορισμένων εκ των δανειστών. Παράλληλα, επισήμανε πως η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο για το μέλλον, τονίζοντας ότι αυτό είναι υπόθεση όλων.
Την ανάγκη το Eurogroup της 15ης Ιουνίου «να κάνει έστω και την ύστατη ώρα ό,τι δεν έκανε» στις προηγούμενες συνεδριάσεις, υπογράμμισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, σημειώνοντας πως η Ελλάδα εν όψει της κρίσιμης αυτής συνεδρίασης πρέπει να καταστήσει σαφές πως η ελάφρυνση του χρέους δεν μπορεί χωρίς συνέπειες να μετατίθεται διαρκώς στο μέλλον, ενώ χαρακτήρισε λανθασμένες και μυωπικές τις θέσεις ορισμένων εκ των δανειστών. Παράλληλα, επισήμανε πως η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο για το μέλλον, τονίζοντας ότι αυτό είναι υπόθεση όλων.
«Η βιωσιμότητα του χρέους αφορά και τη δυνατότητα της χώρας να βγει από την κρίση»
Μιλώντας στο 5ο Ελληνικό Φόρουμ για τις Εξαγωγές, ο κ. Δραγασάκης επισήμανε πως η βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών, αλλά τη δυνατότητα της χώρας να βγει από την κρίση και να κάνει το αναγκαίο άλμα προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξωστρέφεια. Γι' αυτό, όπως είπε, από κάθε άποψη, αναγκαίο αλλά και εφικτό, το Eurogroup της 15ης Ιουνίου να κάνει, έστω και την ύστατη ώρα, ό,τι δεν έκανε στα προηγούμενα, «χωρίς καμιά ουσιαστική δικαιολογία και χωρίς καμία ευθύνη της χώρας, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και με το παραπάνω».
Ειδικότερα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης σημείωσε πως οι αποφάσεις για το χρέος επηρεάζουν τρία κρίσιμα μεγέθη: Τα επιτόκια δανεισμού, τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την πιστοληπτική ικανότητα και το επενδυτικό ρίσκο της χώρας.
«Η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση θα οδηγήσει σε μείωση των επιτοκίων δανεισμού»
Αναφερόμενος στο QE, είπε πως η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα οδηγήσει σε δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού όχι μόνο του κράτους, αλλά και των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών. Αντίστοιχα θα βελτιωθούν η ρευστότητα και οι δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας. Σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ανέφερε ότι αυτή δεν επηρεάζει μόνο τους όρους δανεισμού, αλλά και το επενδυτικό ρίσκο της χώρας. «Όσο το ρίσκο αυτό, όπως συμβαίνει σήμερα, είναι υψηλό, αυτό δρα αποτρεπτικά για επενδύσεις εκτός και αν αυτές εξασφαλίζουν πάρα πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους. Αν για οποιονδήποτε λόγο τα παραπάνω δεν συμβούν, τότε τα επιτόκια θα παραμείνουν σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα, η ρευστότητα θα είναι ανεπαρκής για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και το επενδυτικό ρίσκο θα παραμένει αποτρεπτικό για πολλές επενδύσεις» πρόσθεσε.
«Λανθασμένες και μυωπικές θέσεις»
Ο κ. Δραγασάκης άσκησε, επίσης, κριτική στις θέσεις που εκφράζουν ορισμένοι από τους δανειστές και τις χαρακτήρισε λανθασμένες και μυωπικές.
«Η άποψη ότι η ελάφρυνση του χρέους θα αναστείλει τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στηρίζεται στη λανθασμένη υπόθεση ότι η στασιμότητα της οικονομίας και η μαζική ανεργία αποτελούν, σύμφωνα με την παράδοξη αυτή άποψη, το κατάλληλο περιβάλλον για μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καταστροφική προσέγγιση που καταδικάζει την οικονομία σε καταστολή και την κοινωνία στην ανεργία, τη φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής. Και αυτό το περιβάλλον εξαντλεί τις αντοχές της κοινωνίας. Αντίθετα, ένα περιβάλλον ανάπτυξης και θετικών προοπτικών είναι το πλέον κατάλληλο για την πραγματοποίηση των αλλαγών που έχει ανάγκη η κοινωνία» είπε.
«Διατυπώνεται, επίσης, η άποψη ότι η στάση των δανειστών οφείλεται στη μειωμένη αξιοπιστία της σημερινής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια επικίνδυνα μυωπική άποψη. Πρώτον, διότι όλοι αναγνωρίζουν ότι η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της και δεύτερον, διότι η εν λόγω στάση των δανειστών ισχύει διαχρονικά. Και αν έχει τεθεί ένα θέμα εμπιστοσύνης, αυτό αφορά όχι τη σημερινή κυβέρνηση αλλά τις ελίτ, που σύμφωνα με άποψη αυτή, ευθύνονται για την κρίση, τη διαφθορά και την πελατειακή λειτουργία του κράτους» σημείωσε και συμπλήρωσε: «Ωστόσο και η άποψη αυτή, αν και ορθή ως διαπίστωση, είναι υποκριτική όταν χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την επ' αόριστον συνέχιση της λιτότητας και της επιτροπείας, διότι εκείνοι που υποφέρουν από αυτή την πολιτική, δεν είναι οι ελίτ, αλλά ο ελληνικός λαός και η ιδιαίτερα νεολαία. Γι' αυτό είναι, από κάθε άποψη, αναγκαίο αλλά και εφικτό, το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, να κάνει έστω και την ύστατη ώρα ό,τι δεν έκανε στα προηγούμενα, χωρίς καμιά ουσιαστική δικαιολογία και χωρίς καμία ευθύνη της χώρας, αφού όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και με το παραπάνω».
«Η βιώσιμη συμμετοχή μας στο ευρώ απαιτεί μια νέα παραγωγική ταυτότητα»
Αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στα αίτια της κρίσης ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είπε πως «σήμερα, έχει πλέον πλήρως καταδειχθεί ότι η κρίση που ζούμε δεν ήταν μια κρίση μόνο δημοσιονομική ή κρίση χρέους, αλλά πρωτίστως ήταν μια κρίση του παραγωγικού υποδείγματος, της άνισης κατανομής του εισοδήματος και ενός κλειστού συστήματος εξουσίας». Σύμφωνα με τον κ. Δραγασάκη, η έξοδος από την κρίση, αλλά και η βιώσιμη συμμετοχή μας στο ευρώ απαιτούν μια νέα παραγωγική ταυτότητα στην οποία θα είναι αυξημένη η συμμετοχή της μεταποίησης, της αγροτοδιατροφικής παραγωγής, καθώς και των υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ απαιτείται η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος με μεγαλύτερη εξωστρέφεια, περισσότερες εξαγωγές και μεγαλύτερη υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώρια παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες.
Όπως ανέφερε, η στροφή προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξωστρέφεια είναι επιτακτική, αναγκαστική. Πρέπει σε σχετικά σύντομο χρόνο να κάνουμε ό,τι δεν έγινε επί δεκαετίες, συνέχισε, ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας του υπογράμμισε πως η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο για το μέλλον, τη δική της στρατηγική για ανάπτυξη και ευημερία και ότι αυτό είναι υπόθεση όλων.
«Χρεοκοπία και του προϋπάρχοντος αναπτυξιακού μοντέλου η χρεοκοπία της χώρας»
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ξεκίνησε την ομιλία του αποτιμώντας τα αίτια που οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση: «Με την ένταξη στην Ε.Ε. και κυρίως με την υιοθέτηση του ευρώ, υπήρξε μια ισχυρή τάση αύξησης των εισαγωγών. Οι εισαγωγές εκτόπιζαν, χωρίς αντιστάσεις, σε πολλούς τομείς την εγχώρια παραγωγή και ως ποσοστό του ΑΕΠ συνέκλιναν προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τις εξαγωγές. Έτσι, το έλλειμμα ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών που διευρυνόταν συνεχώς καλυπτόταν τελικά με δανεισμό. Όπως είχε αναγνωρίσει στην αρχή της κρίσης ο κ. Γιουνκέρ, η Ελλάδα, δανειζόταν με ευκολία για να χρηματοδοτεί την κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων. Προκαλεί εντύπωση που αυτή η διάσταση έχει εντελώς ξεχαστεί, ιδίως τα τελευταία χρόνια». Πρόσθεσε ότι «η χρεοκοπία της χώρας ήταν συνεπώς χρεοκοπία και του προϋπάρχοντος παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου».
«Όχι στην πολιτική της δραστικής μείωσης των μισθών»
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε στη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών, ενώ άσκησε κριτική στην πολιτική που ακολουθήθηκε έως τώρα και για την οποία είπε πως «στηρίχθηκε στη δραστική μείωση των μισθών, τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων».
«Η στρατηγική αυτή καθηλώνει την οικονομία στην παραγωγή προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας και αδυνατεί να θωρακίσει τη χώρα από τον ανταγωνισμό προϊόντων από χώρες με ακόμη χαμηλότερους μισθούς. Κυρίως, όμως, η στρατηγική αυτή δεν επιτρέπει την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, μεταξύ των οποίων είναι και το ανθρώπινο δυναμικό. Έτσι, μια από τις χειρότερες συνέπειες αυτής της πολιτικής υπήρξε η φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, επειδή το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο δεν δημιουργεί ευκαιρίες αξιοποίησης ή διότι οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί» ανέφερε ο κ. Δραγασάκης και τόνισε: «Η κυβέρνηση, παρά τους δημοσιονομικούς και άλλους περιορισμούς, δημιουργεί τους όρους για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αυτής δηλαδή που στηρίζεται σε μονιμότερους παράγοντες, όπως είναι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας, η ενσωμάτωση της έρευνας και της καινοτομίας, η αξιοποίηση της γνώσης, η ανάδυση προτύπων μιας νέας κοινωνικά υπεύθυνης εξωστρεφούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας».
Ειδικότερα ανέφερε πως ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, η δημιουργία ειδικών αναπτυξιακών εργαλείων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, η αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την έρευνα, η ενεργοποίηση του εξωδικαστικού διακανονισμού, για τα χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά Ταμεία, η απλούστευση των διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, η βαθμιαία ανάκτηση της δυνατότητας χρηματοδότησης της οικονομίας, είναι μερικά από τα εργαλεία που συμβάλλουν ήδη ή αναμένεται να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
«Θεσμική ανασυγκρότηση με στόχο της εξωστρέφεια της οικονομίας»
Συνεχίζοντας ο κ. Δραγασάκης, αναφέρθηκε στην ανάγκη θεσμικής ανασυγκρότησης και στον νέο ρόλο του κράτους στο πλαίσιο, όπως είπε, της νέας στρατηγικής που πρέπει να αναπτυχθεί, για να επιτευχθεί η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
«Αυτό προσδιορίζει και τον ρόλο του κράτους. Έναν προωθητικό ρόλο, ευρύ και ουσιαστικό στον τομέα του σχεδιασμού, της ρύθμισης, της υποστήριξης, της διαμόρφωσης των αναγκαίων θεσμών, της χρηματοδότησης, της οργάνωσης συνεργασιών και συνεργιών τόσο εντός του ευρύτερου δημόσιου χώρου όσο και μεταξύ δημοσίων, ιδιωτικών και κοινωνικών φορέων» σημείωσε.
Επισήμανε, επίσης, ότι οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να γίνουν με όρους εξωτερικής επιβολής. «Η παραγωγική και θεσμική ανασυγκρότηση της χώρας απαιτεί τη συμμετοχή της ίδιας της κοινωνίας στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των αναγκαίων αλλαγών» εκτίμησε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρόσθεσε:
«Προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα το τέλος των μνημονίων»
«Το τέλος των μνημονίων και της επιτροπείας είναι προϋπόθεση για το αναπτυξιακό άλμα προς την παραγωγική ανασυγκρότηση και την εξωστρέφεια. Πέραν αυτού, η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο ελληνική. Είναι μέρος και της κρίσης της ΕΕ. Έγινε διπλή λόγω της ανετοιμότητας, αλλά και της απροθυμίας των ευρωπαϊκών Αρχών να προετοιμαστούν, για την αντιμετώπιση των αναπόφευκτων επερχόμενων κρίσεων. Και μόνο ο θεσμός της επαναγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ που ισχύει σήμερα, το γνωστό ως QE, αν ίσχυε από το 2009 η Ελλάδα δεν θα απέφευγε ασφαλώς την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή, θα μπορούσε να αποφύγει όμως τον αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές και τη συνακόλουθη χρεοκοπία. Επτά χρόνια μετά την κρίση, η χώρα παραμένει αποκλεισμένη από τις αγορές δανεισμού και από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αν και είναι η χώρα που το έχει περισσότερο ανάγκη».