Απόψεις
Δευτέρα, 29 Μαΐου 2017 12:25

Το πραγματικό λάθος του Πολ Τόμσεν

Ο υπογράφων, από το 1980 και μετά, έχει διαβάσει όλες σχεδόν τις ετήσιες εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την ελληνική οικονομία. Είχε δε παρατηρήσει ότι διαχρονικά οι εκθέσεις αυτές έλεγαν τα ίδια πράγματα - γεγονός ενδεικτικό και της ακινησίας που χαρακτηρίζει την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας.

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ο υπογράφων, από το 1980 και μετά, έχει διαβάσει όλες σχεδόν τις ετήσιες εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την ελληνική οικονομία. Είχε δε παρατηρήσει ότι διαχρονικά οι εκθέσεις αυτές έλεγαν τα ίδια πράγματα - γεγονός ενδεικτικό και της ακινησίας που χαρακτηρίζει την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας μας.

Κατά συνέπεια, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι όταν, υπό τη γενική διεύθυνση του Ντ. Στρος-Καν, το ΔΝΤ αποφάσιζε να βάλει πόδι στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, δεν γνώριζε πού πήγαινε και κάτω από ποιες διαρθρωτικές συνθήκες επενέβαινε στην Ευρωζώνη για τη σωτηρία της. Υπενθυμίζουμε ότι το 2010 ξέσπασε μια σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση στην Ευρώπη, με αφετηρία την Ελλάδα, η οποία ούτε καν είχε προβλεφθεί στις γνωστές συμφωνίες για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

Υπό παρόμοιες έτσι συνθήκες, η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2010 θα έσπρωχνε, πιθανότατα, το ήδη ευρισκόμενο σε δεινή θέση τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης στον γκρεμό, με αποτέλεσμα τόσο τη διάλυση της Ευρωζώνης όσο και την ολική κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας. Η μέσω του ελληνικού μνημονίου μεταφορά του συστημικού κινδύνου από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στους Ευρωπαίους φορολογούμενους (που είναι και οι μόνοι που δικαιούνται να διαμαρτύρονται) ήταν η μόνη εφικτή λύση. Έτσι, την εποχή εκείνη, μαζί με τις τράπεζες απέφυγε και η Ελλάδα μία ολική καταστροφή.

Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το ΔΝΤ δεν απαίτησε αναδιάρθρωση του χρέους το 2010 γιατί θα ήταν παράλογο. Η τωρινή κριτική του, συνεπώς, περί «καθυστέρησης» δεν είναι μόνον «εκ των υστέρων». Είναι, επιπλέον, υποκριτική και προσχηματική.

Υποκριτικές ήταν επίσης και οι επί μία εξαετία εξαλλοσύνες του κ. Πολ Τόμσεν, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να μη γνώριζε τα παραγωγικά και ανταγωνιστικά ελλείμματα της Ελλάδας, καθώς και την πολιτική αδυναμία της χώρας να τα διορθώσει.

Όμως, ως φαίνεται, στόχος του ήταν να πιέσει τη Γερμανία να αλλάξει πολιτική στην Ευρωζώνη και όχι να στηρίξει στην Ελλάδα σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές που θα τη βοηθούσαν να έχει παραγωγικά πρωτογενή πλεονάσματα και όχι οριζόντια δημοσιονομικά.

Σήμερα, λοιπόν, αντί να παράγονται πρωτογενή πλεονάσματα από ιδιωτικοποιήσεις και παραγωγική δραστηριότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Καταστρέφονται οι μικροεπιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και, αντί να γίνονται μεταρρυθμίσεις που να μειώνουν τις σπατάλες και τις άχρηστες δαπάνες του Δημοσίου, υπερφορολογούνται δήθεν «πλούσιοι» μισθωτοί και συνταξιούχοι.

Κατά μία διαβολική σύμπτωση, επιδιώξεις Ευρωπαίων κεϊνσιανών και Ελλήνων αριστερών που κυβερνούν συγκλίνουν στον Έλληνα μικρομεσαίο και στον ελεύθερο επαγγελματία.

Οι ξένοι θεωρούν ότι η δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας πρέπει να αλλάξει και, αντί να έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πρέπει να αποκτήσουμε μερικές μεγάλες και πολλές πολυεθνικές. Οι δε κυβερνώντες μισούν τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Έτσι και οι μεν και οι δε έχουν τον ίδιο στόχο - τη μεσαία τάξη της Ελλάδας, αυτόν που έχει εισόδημα 30.000 ευρώ.

Όμως, αυτή η τάξη εισοδήματος καθόλου μεσαία δεν είναι σε σύγκριση με τα διεθνή κριτήρια, αφού η οικονομική της ευρωστία αντιστοιχεί στην οικονομική δύναμη ενός μπακάλη μιας φτωχογειτονιάς των Παρισίων, ή στις 25.000 λίρες τον χρόνο που παίρνει ως πρώτο μισθό ο απόφοιτος ενός καλού αγγλικού πανεπιστημίου.

Αν υποθέσουμε, όμως, ότι ο στόχος της διάλυσης της μεσαίας τάξης και της μικρής επιχειρηματικότητας επιτυγχάνεται, τι θα την αντικαταστήσει;

Ασφαλώς όχι οι μεγάλες επιχειρήσεις, που δεν υπάρχουν και ούτε θα φτιαχτούν. Δεν υπάρχει δυνατότητα να πάμε σε αυτό το οικονομικό μοντέλο διότι, εκτός του ότι δεν έχουμε την κουλτούρα και την παράδοση σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, δεν υπάρχει καν το νομικό, το φορολογικό, το χρηματοδοτικό πλαίσιο για να δημιουργηθούν. Δεν επαρκεί, βέβαια, ούτε η καταρρέουσα εσωτερική αποταμίευση, ενώ κανένας Έλληνας με κεφάλαια εκτός χώρας δεν θα πάρει τον κίνδυνο να τα φέρει εντός.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και το απαράδεκτο θεσμικό πλαίσιο που εναντιώνεται στην επιχειρηματικότητα. Όποιος σήμερα στην Ελλάδα σκέπτεται να ανοίξει οποιαδήποτε επιχείρηση, μετά τον πρώτο ενθουσιασμό που του προσφέρει απατηλά η ιδέα και οι προοπτικές της, προσγειώνεται στα κράσπεδα της ελληνικής πραγματικότητας - που είναι η απίστευτη γραφειοκρατία, οι υπέρογκοι φόροι, η απόλυτη έλλειψη χρηματοδότησης και η χαμηλή ζήτηση λόγω οικονομικής εξάντλησης των καταναλωτών. Κάθε ευρώ θεωρητικού κέρδους που θα έβγαζε με πολύ μεγάλο κόπο και αγωνία, θα το έπαιρνε το κράτος για φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, χαράτσια και λαδώματα.

Η χώρα κυλά σταθερά προς τα πίσω, θα εγκλωβιστεί στην παγίδα του «μεσαίου εισοδήματος» και είναι ζήτημα αν θα δει άσπρη μέρα τα προσεχή 30 χρόνια.