Τις ημέρες αυτές εξελίσσεται μια διαπραγμάτευση που αφορά την εξέλιξη του εθνικού ΑΕΠ, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τις εθνικές δαπάνες στην υγεία, τα οικονομικά των νοικοκυριών, την προστασία του περιβάλλοντος, ακόμα και τις προοπτικές ανάκαμψης της ΔΕΗ. Όχι, δεν πρόκειται για το 4ο μνημόνιο, αλλά για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την ενεργειακή αποδοτικότητα (2012/27) και την ισχύ της για την περίοδο 2021-2030.
Του Μιχάλη Προδρόμου
συνεργάτη σε θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής του WWF Ελλάς
Τις ημέρες αυτές εξελίσσεται μια διαπραγμάτευση που αφορά την εξέλιξη του εθνικού ΑΕΠ, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τις εθνικές δαπάνες στην υγεία, τα οικονομικά των νοικοκυριών, την προστασία του περιβάλλοντος, ακόμα και τις προοπτικές ανάκαμψης της ΔΕΗ. Όχι, δεν πρόκειται για το 4ο μνημόνιο, αλλά για την αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την ενεργειακή αποδοτικότητα (2012/27) και την ισχύ της για την περίοδο 2021-2030.
Η διαπραγμάτευση μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, δηλαδή του Ε. Κοινοβουλίου, της Ε. Επιτροπής και των ευρωπαίων Υπουργών Ενέργειας, έχει ‘σκαλώσει’ σε δύο κρίσιμα σημεία.
Το πρώτο είναι η θέσπιση του στόχου εξοικονόμησης ως το 2030 – δηλαδή, πόσο πρέπει να περιορίσει την κατανάλωση ενέργειας κάθε κράτος μέλος το 2030. Σαν παιχνίδι με τραπουλόχαρτα, το Ε. Κοινοβούλιο ποντάρει στο 40%, η Ε. Επιτροπή και οι Υπ. Ενέργειας των πιο προοδευτικών κρατών στο 30% και ελάχιστα κράτη, προερχόμενα κυρίως από την ανατολική Ευρώπη, στο 27%. Η σημασία όμως ακόμα και του 1% εξοικονόμησης είναι τεράστια για την Ευρώπη, καθώς συνεπάγεται μειωμένες εισαγωγές φυσικού αερίου κατά 4%, δημιουργία 336.000 θέσεων εργασίας, και μείωση των δαπανών υγείας κατά €6 δισ. τον χρόνο.
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση κλίνει υπέρ της θέσπισης ενός στόχου 30%, προσθέτοντας όμως στα ψιλά γράμματα τον «μη-δεσμευτικό» χαρακτήρα του – να επαφίεται δηλαδή στην κρίση της εκάστοτε κυβέρνησης η υλοποίηση του. Η λογική ενός στόχου 30% συνάδει τόσο με τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ, που τον λαμβάνει ως δεδομένο, όσο και με την θέση της ελληνικής κυβέρνησης του 2014.
Εξάλλου, η προσπάθεια που θα απαιτηθεί έως το 2030 δεν είναι εξωπραγματική. Εξαιτίας της αναγκαστικής μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας έχει ήδη, από το 2015, πιάσει τον στόχο που έθεσε για το 2020! Είναι ακατανόητη, συνεπώς, η φοβικότητα της κυβέρνησης για τον δεσμευτικό χαρακτήρα του στόχου – δίχως αυτόν, οι πολιτικές εξαγγελίες κινδυνεύουν να μείνουν ευχολόγια.
Το άρθρο 7 της υπό διαπραγμάτευση οδηγίας αποτελεί το ‘βαρύ πυροβολικό’ της, καθώς μέσω των διατάξεων του επιτυγχάνεται πάνω από το μισό της απαιτούμενης μείωσης της κατανάλωσης. Αυτό είναι και το δεύτερο σημείο τριβής μεταξύ των διαπραγματευτών. Οι προοδευτικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων το Ε. Κοινοβούλιο, η Ε. Επιτροπή και χώρες όπως η Ιρλανδία και η Δανία, διεκδικούν έναν στόχο ετήσιας μείωσης της κατανάλωσης ίσης με το 1,5% των πωλήσεων ενέργειας που πραγματοποιούνται σε κάθε χώρα. Από την άλλη, χώρες του μπλοκ της ανατολικής Ευρώπης, συνεπικουρούμενες από το Ην. Βασίλειο, θέλουν να τον μειώσουν στο 1,4%.
Αυτό το 0,1% κάνει όμως όλη τη διαφορά. Ισοδυναμεί με περίπου 6 προγράμματα ‘Εξοικονόμηση Κατ΄ Οίκον’, το οποίο πέρα από τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης χιλιάδων νοικοκυριών, δημιούργησε σωρευτικά 10.000 θέσεις εργασίας και μείωσε τους λογαριασμούς ρεύματος όσων συμμετείχαν κατά 400-1.200 ευρώ ετησίως. Επιπλέον, μέσω της οδηγίας, η σημερινή κυβέρνηση θέσπισε τις ‘υποχρεώσεις ενεργειακής απόδοσης’ των προμηθευτών ενέργειας, ένα καθεστώς δηλαδή το οποίο υποχρεώνει τους προμηθευτές να εφαρμόζουν στους πελάτες τους μέτρα αύξησης της αποδοτικότητας. Τα οφέλη είναι διπλά. Από τη μια, οι προμηθευτές ενέργειας, με πρώτη τη ΔΕΗ, αποκτούν ισχυρό κίνητρο να στραφούν στην πώληση προϊόντων εξοικονόμησης – ήδη η Επιχείρηση, σε μια προσπάθεια να βρει νέα πεδία κερδοφορίας, άλλαξε το καταστατικό της για να εντάξεις αυτές τις δραστηριότητες στο χαρτοφυλάκιο της. Από την άλλη, η αποτυχία των προμηθευτών να συμμορφωθούν με το μέτρο συνεπάγεται δημόσια έσοδα από τα πρόστιμα που θα επιβληθούν πάνω από 50 εκ. ευρώ ετησίως.
Η Ελλάδα, με μια διπλωματική διατύπωση, ζήτησε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «ευελιξία» στην εφαρμογή του άρθρου. Η ευελιξία αυτή στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με διατάξεις που μειώνουν τον στόχο εξοικονόμησης στο 0,75% αντί του 1,5%.
Για να θολώσει ακόμα περισσότερο τα νερά, ο έλληνας Υπουργός ζήτησε ο ισχνός αυτός στόχος να επανεξεταστεί το 20241], στέλνοντας ένα ασαφές μήνυμα σ τους επενδυτές που θα θελήσουν να προωθήσουν μακροχρόνιες δράσεις εξοικονόμησης, και ακυρώνοντας τις πρωτοβουλίες της ίδιας της Κυβέρνησης που προσπαθεί να διαμορφώσει ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής.
Εάν η ελληνική Κυβέρνηση εννοεί πραγματικά την εξοικονόμηση ενέργειας ως «πυλώνα της μεταρρύθμισης» που ευαγγελίζεται, οι ευκαιρίες για να το δείξει έμπρακτα είναι λίγες. Στο Συμβούλιο Ενέργειας που θα διεξαχθεί στις 26 Ιουνίου η Μαλτέζικη Προεδρία της Ε.Ε. θα επιδιώξει να κλείσει οριστικά τον φάκελο από πλευράς των Υπουργών.
[1] Gurzu Anca, 2017. EU remains split on energy efficiency ambition. Politico.