Κλεισμένοι επί ώρες στην αίθουσα συνεδρίασης του Eurogroup, οι υπουργοί των χωρών-μελών της Ευρωζώνης προσπαθούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να εμφανίζει η Ελλάδα μέχρι το… 2060, κάνοντας ταυτόχρονα υποθέσεις για την πορεία της οικονομίας ύστερα από 5, 10, 20 ή και περισσότερα χρόνια, γράφει ο Θάνος Τσίρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Κλεισμένοι επί ώρες στην αίθουσα συνεδρίασης του Eurogroup, οι υπουργοί των χωρών-μελών της Ευρωζώνης προσπαθούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που θα πρέπει να εμφανίζει η Ελλάδα μέχρι το… 2060, κάνοντας ταυτόχρονα υποθέσεις για την πορεία της οικονομίας ύστερα από 5, 10, 20 ή και περισσότερα χρόνια.
Θα είναι η μέση ανάπτυξη 1%, μήπως 1,5% περισσότερο ή λιγότερο; Για τον μέσο πολίτη που δεν ξέρει τι του ξημερώνει, το να διαπραγματεύονται υπουργοί Οικονομικών για κάτι που μπορεί να συμβεί ύστερα από δεκαετίες μοιάζει συνώνυμο του απόλυτου παραλογισμού.
Γι’ αυτούς όμως που κινούν τα νήματα στο Eurogroup, οι αριθμοί στο χαρτί, έστω και αν αφορούν το δεύτερο μισό του αιώνα, μεταφράζονται σε πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό είναι επομένως που παζαρεύουν πίσω από τις κλειστές πόρτες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Γερμανία.
Το ποιος θα πληρώσει τον… λογαριασμό διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Δύο είναι οι πλευρές που θα σηκώσουν το βάρος: οι Έλληνες φορολογούμενοι (κυρίως), αλλά και οι χώρες που έχουν δανείσει την Ελλάδα.
Όσο υψηλότερα μπαίνει ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τόσο περισσότερα γίνονται τα βάρη που αναλογούν στους Έλληνες φορολογούμενους και τόσο μικραίνει ο «λογαριασμός» για το πακέτο ρύθμισης του χρέους.
Έτσι, όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε εμφανίζεται «αισιόδοξος» για την πορεία των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για την ικανότητα των Ελλήνων πολιτών να παράξουν πρωτογενή πλεονάσματα, πληρώνοντας φόρους και για τον αέρα που αναπνέουν, δεν το κάνει γιατί πιστεύει στους Έλληνες.
Το κάνει διότι ψαλιδίζει το κόστος των μεσοπρόθεσμων μέτρων διευθέτησης του χρέους, το οποίο και βαραίνει κατά κύριο λόγο τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Για την κατεύθυνση στην οποία γέρνει η πλάστιγγα τουλάχιστον με τα μέχρι τώρα δεδομένα, δεν υπάρχει και μεγάλη αμφιβολία.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για τα οποία δεσμεύτηκε η Ελλάδα μέχρι και το 2022, αλλά και η τήρηση των κανόνων του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας από αυτό το χρονικό σημείο και έπειτα σημαίνουν ότι η λιτότητα θα μας συνοδεύει για πολλά χρόνια, ενδεχομένως και δεκαετίες.