Το 1950 το Λονδίνο έλαβε πρόσκληση για συμμετοχή στην ΕΚΑΧ. Είπε όχι. Το σκηνικό επαναλήφθηκε επτά χρόνια αργότερα, στη Συνθήκη της Ρώμης, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το 1950 το Λονδίνο έλαβε πρόσκληση για συμμετοχή στην ΕΚΑΧ. Είπε όχι. Το σκηνικό επαναλήφθηκε επτά χρόνια αργότερα, στη Συνθήκη της Ρώμης.
«Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν συμμετείχαν. Ίσως ήταν το τίμημα της νίκης: η ψευδαίσθηση πως μπορούσες να διατηρήσεις τα κεκτημένα χωρίς αλλαγές» είχε σχολιάσει ο Ζαν Μονέ. Θυμόταν μάλιστα Βρετανό αξιωματούχο να λέει: «Εσείς στην Ευρώπη ηττηθήκατε, βρεθήκατε υπό κατάληψη. Δεν συνέβη το ίδιο σε εμάς».
Αυτή η αίσθηση υπεροχής τής άλλοτε αυτοκρατορίας και κορυφαίας εμπορικής και στρατιωτικής δύναμης συνέχισε να χαρακτηρίζει τη στάση των Βρετανών, ακόμη και όταν αποφάσισαν να χτυπήσουν εκείνοι την πόρτα της Ένωσης το 1966, για να ακούσουν τον Ντε Γκολ να τους λέει πως «δεν είναι πια κάτι σπουδαίο». Και όταν τελικά εισήλθαν, λίγα χρόνια αργότερα, παρέμειναν «ξένο σώμα», πρωταθλητές στις εξαιρέσεις (opt outs).
Η περσινή απόφαση για έξοδο, τελικά, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Οι Βρετανοί είπαν «όχι» στην Ένωση, πιστεύοντας στο όραμα των Brexiteers για νέα αυτοκρατορία, που θα κρατήσει εκτός συνόρων «τις ορδές των μεταναστών» και θα ανακτήσει τη θέση πρωταγωνιστή σε παγκόσμιο εμπόριο και επιρροή.
Τι κι αν πάνω από το 50% των βρετανικών εξαγωγών κατευθύνονται -ελεύθερες από δασμούς- στην κοινότητα; Τι και εάν δεν μπορούν να κλείσουν άλλες εμπορικές συμφωνίες όσο παραμένουν νομικά μέλος της Ε.Ε.;
Επιμένοντας στις ψευδαισθήσεις, η κυβέρνηση Μέι επέλεξε τη γραμμή του σκληρού Brexit, στέλνοντας αυστηρά μηνύματα στους «27». Το δικό τους μήνυμα, σαφές.
Δεν μπορεί να ζητά πρόσβαση των τραπεζών στην ενιαία αγορά, αλλά αποδέσμευση από το ρυθμιστικό πλαίσιο, δεν μπορεί να διασφαλίσει δικαιώματα των Βρετανών σε ευρωπαϊκό έδαφος εάν δεν πράξει το ίδιο για τους πολίτες της Ε.Ε. σε βρετανικό. Και δεν μπορεί να φύγει εάν δεν καλύψει τις εκκρεμείς υποχρεώσεις.
Οι υπολογισμοί που θέλουν τον λογαριασμό να υπερβαίνει τα 50 δισ. ευρώ είναι υπερβολικοί και ο πήχης ετέθη εκεί προφανώς για να χαμηλώσει. Ποια είναι η απάντηση του Λονδίνου;
Απειλεί να αποσυρθεί πλήρως από τις διαπραγματεύσεις; Ποιος, όμως, χάνει από κάτι τέτοιο, αν όχι το ίδιο; Οι Βρετανοί φαίνεται να μην κατανοούν πως «αν δεν είσαι στο τραπέζι, είσαι μάλλον στο μενού».