Τα 2/3 των ανθρώπων στο Δυτικό κόσμο έχουν BMI πάνω από 25 ενώ, ένας στους 2 ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη δεν έχουν το επιθυμητό βάρος και είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια αναφορικά με την καταπολέμηση της μάστιγας της παχυσαρκίας.
Της Ανθής Αγγελοπούλου
Τα 2/3 των ανθρώπων στον δυτικό κόσμο έχουν BMI πάνω από 25 ενώ, ένας στους δύο ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη δεν έχουν το επιθυμητό βάρος και είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια αναφορικά με την καταπολέμηση της μάστιγας της παχυσαρκίας.
Η Παγκόσμια Εταιρεία Παχυσαρκίας σύμφωνα με τα νέα στοιχεία για τη νόσο (Μάιος 2017) χαρακτηρίζει πλέον την παχυσαρκία ως ένα χρόνιο, εξελισσόμενο και υποτροπιάζον νόσημα.
Ενώ, βάσει δεδομένων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας από το 2015, η παχυσαρκία στους Ευρωπαίους ενήλικες (ΔΜΣ ≥30) ήταν 21,5% στους άνδρες και 24,5% στις γυναίκες. Σύμφωνα πάλι με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον ενήλικο πληθυσμό, το 65,8% των ανδρών και το 55,2% των γυναικών είναι υπέρβαροι (υπέρβαροι ΔΜΣ ≥25kg/m²), ενώ το 21,9% των ανδρών και το 23,8% των γυναικών είναι παχύσαρκοι (παχύσαρκοι ΔΜΣ≥30kg/m²).
Τα στοιχεία του ΠΟΥ δείχνουν ότι το 2000 είχαμε 303 εκατ. ανθρώπους παχύσαρκους παγκοσμίως. Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι ο αριθμός αυτός θα υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2020 και θα φτάσει τα 672 εκατ. άτομα. Από αυτούς τα 500 εκατ. υπολογίζεται ότι θα είναι οι ενήλικες παχύσαρκοι με δείκτη Μάζας Σώματος πάνω από 30.
Επιπροσθέτως, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι 3,4 εκατομμύρια θάνατοι κάθε χρόνο οφείλονται στην παχυσαρκία, ενώ η οικονομική επιβάρυνση ξεπερνά τα 2 δισ. δολάρια και το 28% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Νέα έρευνα της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας (EASO) σχετικά με τις αντιλήψεις για την παχυσαρκία και την ψυχολογία των ασθενών, η οποία διεξήχθη σε επτά ευρωπαϊκές χώρες με συμμετοχή 14.000 ασθενών, δείχνει ότι είναι πολύ υψηλό το ποσοστό των ενηλίκων που υποτιμά το βάρος του.
Συγκεκριμένα, 1 στα 5 άτομα που περιέγραψαν τον εαυτό τους ως φυσιολογικά από πλευράς σωματικού βάρους, στην πραγματικότητα ήταν υπέρβαρα, ενώ 3 στα 4 παχύσαρκα άτομα περιέγραψαν το εαυτό τους ως υπέρβαρο.
Επιπλέον, παχύσαρκα ή πρώην παχύσαρκα άτομα έχουν επισημάνει ότι το φαγητό που λαμβάνουν δεν οφείλεται κυρίως στην πείνα, αλλά είναι συνδεδεμένο με κοινωνικές συμπεριφορές και με εθισμό. Παράλληλα, το «στίγμα» του βάρους μπορεί να οδηγήσει σε δυσμενείς ψυχολογικές εκβάσεις, όπως κατάθλιψη, συναισθηματικές και αγχώδεις διαταραχές, χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη ικανοποίησης με την εμφάνιση.
O Δρ Γεώργιος Πανοτόπουλος MD PhD, Παθολόγος – Διατροφολόγος, Διεθνής Ειδικός στην Παχυσαρκία (SCOPE Obesity International Fellow), Αντιπρόεδρος ΕΠΑΜΕΔΙ, αναλύοντας τη μελέτη αυτή, επισημαίνει ότι τα αίτια της παχυσαρκίας δεν είναι απλώς το αυξημένο φαγητό και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, αλλά γενετικοί, φυσιολογικοί, συμπεριφορικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Όπως λέει, η παχυσαρκία επηρεάζει τη σωματική και ψυχική υγεία και την ποιότητα της ζωής του ατόμου και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο. Ο κίνδυνος της συνοδού νοσηρότητας αφορά και τους υπέρβαρους (ΒΜΙ > 27kg/m2) και τους παχύσαρκους (ΒΜΙ >30 kg/m2) ασθενείς, ενώ και η θνητότητα αυξάνεται στους παχύσαρκους και ιδιαίτερα στα άτομα με πολύ σοβαρή η νοσογόνο παχυσαρκία. Η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου, υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, αναπνευστικών προβλημάτων, χολολιθίασης, ορμονικών διαταραχών και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Ταυτόχρονα, η παχυσαρκία συνεπάγεται έναν αριθμό ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων. Όπως αναφέρει ο κ. Πανοτόπουλος, ενώ είναι νόσος, για ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας τα άτομα με παχυσαρκία θεωρούνται αποκλειστικά υπεύθυνα για το πρόβλημα, αδύναμοι χαρακτήρες, οκνηροί και κοιλιόδουλοι, άσχημοι και καθόλου ελκυστικοί, με αποτέλεσμα οι σοβαρά παχύσαρκοι να εμφανίζουν άγχος, κατάθλιψη, ενοχή και απόρριψη.
Η βάση της θεραπείας της παχυσαρκίας, σύμφωνα με τον γιατρό, είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, με ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές στην πρόσληψη τροφής, αυξημένη σωματική δραστηριότητα και ψυχολογική στήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον και τον θεράποντα γιατρό. Η ύπαρξη κινήτρου, όπως λέει, είναι καθοριστική για την επιτυχία της θεραπείας, η οποία συχνά είναι δύσκολη και μακροχρόνια.