Ενώ οι γνώσεις πολλαπλασιάζονται επί δύο κάθε πέντε χρόνια περίπου, η άγνοια τείνει να γίνει ενδημικό στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ενώ οι γνώσεις πολλαπλασιάζονται επί δύο κάθε πέντε χρόνια περίπου, η άγνοια τείνει να γίνει ενδημικό στοιχείο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο καθηγητής Τόμας Ντάβενπορτ, ειδικός στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και την Ανάλυση της Πληροφορίας, είναι κατηγορηματικός: «Μία από τις σοβαρές αιτίες των ανισοτήτων που παρατηρούνται στον αναπτυγμένο κόσμο συνδέεται με τις μεγαλύτερες ή μικρότερες δυνατότητες των ανθρώπων να ενσωματώνονται στις αποκαλούμενες “κοινωνίες της γνώσης”. Αυτές, δηλαδή, που ανατρέπουν πολλά δεδομένα της παραδοσιακής οικονομίας και ως εκ τούτου έχουν κερδισμένους και χαμένους. Οι δε χαμένοι, επειδή δεν πολυκαταλαβαίνουν τι συμβαίνει, είναι ευάλωτοι στην κουλτούρα της άγνοιας που καλλιεργεί ο έρπων λαϊκισμός» τονίζει.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν λόγο για μία «εποχή ρήξεων», με κύριο συστατικό της την ανατρεπτική δύναμη της ψηφιακής τεχνολογίας. Παράλληλα δε, όπως και ο γνωστός Περουβιανός οικονομολόγος Χερνάντο ντε Σότο, αναφέρονται στην πολυπλοκότητα ως συντελεστή παραγωγής αξίας, μέσω της οποίας αναδύεται και ο αποκαλούμενος «γνωστικός καπιταλισμός». Κατά τον Χερνάντο ντε Σότο, συγγραφέα του περίφημου βιβλίου «Τα Μυστήρια του Κεφαλαίου», η παγκόσμια οικονομία με τη σημερινή μορφή της αποτελείται από πάμπολλα μικρά κομμάτια, τα οποία είναι χρήσιμα όταν συναρμολογούνται σε πιο πολύπλοκα σύνολα. Όσο μεγαλύτερη είναι η αξία αυτών των συνόλων, τόσο μεγαλώνει και η οικονομική ανάπτυξη. Είναι σαφές ότι όλα τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας -από τα 120 συστατικά του ρολογιού μου έως τις αμέτρητες συμφωνίες που παράγουν το Διαδίκτυο και τα συστήματα αεροπλοήγησης- έχουν προκύψει και θα προκύπτουν από τη συνεργασία ανθρώπων και τη συνένωση πραγμάτων το ένα με το άλλο.
«Αυτός είναι και ο λόγος που ο καπιταλισμός θριάμβευσε τα 150 τελευταία χρόνια: μας προσέφερε την καλύτερη γνώση για να διερευνήσουμε τους οικονομικούς συνδυασμούς που μπορούν να γίνουν. Δεν είναι ανάγκη ο καπιταλισμός να επανεφευρεθεί και να επαναθεωρηθεί. Πρέπει απλώς να επανανακαλυφθεί» γράφει ο ντε Σότο.
Προσθέτει δε ότι ο λόγος που οι πιστώσεις και τα κεφάλαια συμπιέστηκαν τα τελευταία χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική, βρίσκεται στο γεγονός ότι η απαιτούμενη γνώση για τον προσδιορισμό και την κατανόηση βασικών στοιχείων της χρηματοοικονομίας καταστράφηκε αφρόνως. Οι διασυνδέσεις ανάμεσα στα στεγαστικά δάνεια, τις ρευστοποιήσιμες μετοχές, τα μη κερδοφόρα παράγωγα και τις οργανώσεις που τα διαχειρίζονταν, σε συνδυασμό με τη μη τυποποίηση ζωτικών χρηματοοικονομικών στοιχείων, δημιούργησαν ένα θολό τοπίο στο οποίο επικρατούσε σύγχυση και άγνοια. Όμως, όταν τα δεδομένα αυτά οδηγήσουν σε ένα νέο σύστημα γνώσης, τότε ο καπιταλισμός σε Αμερική και Ευρώπη θα έχει αναρρώσει.
Τονίζεται, έτσι, από πολλές πλευρές, ότι οι μεταρρυθμιστές και οι πολιτικοί που λαμβάνουν αποφάσεις πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν να κάνουν μόνον με μια χρηματοοικονομική κρίση, αλλά και με κρίση γνωστική. Η οικονομία της αγοράς έχει συνήθως δύο πλευρές. Η μία από αυτές γίνεται ορατή μέσω των φοινικόδενδρων και των παναμαϊκών πλοίων. Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος, αυτός των κανόνων, των νόμων και των πληροφοριών, που μας επιτρέπει να οργανώνουμε και να καταλαβαίνουμε τμήματα της πραγματικότητας ώστε να τα προσεγγίζουμε δημιουργικά.
Ο κόσμος της οργανωμένης γνώσης και της εξ αυτής προκύπτουσας συνεργασίας ξεκίνησε να δημιουργείται από μεγάλους Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές στα μέσα του 19ου αιώνα, επεκτάθηκε στις ΗΠΑ και συνέβαλε στη δημιουργία ενός συστήματος παραγωγής πλούτου, που έφερε εντυπωσιακά βήματα ανάπτυξης στις περιοχές όπου αναπτυσσόταν. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο καπιταλισμός μπόρεσε να βρει λύση στο αποκαλούμενο «πρόβλημα της γνώσης», δηλαδή σε αυτό της αδυναμίας να συγκεντρώνονται, να αποθηκεύονται και να αξιοποιούνται γνώσεις. Οι μεταρρυθμιστές δημιούργησαν τα αποκαλούμενα «συστήματα μνήμης της ιδιοκτησίας», μέσω των οποίων χαρτογραφήθηκαν όλες οι διαθέσιμες γνώσεις -είτε αυτές ήσαν άυλες (μετοχές, πατέντες, γραμμάτια), είτε υλικές (γη, κτήρια, μηχανές). Το να γνωρίζουμε ποιος ήταν ιδιοκτήτης, πού και πότε και ποιος χρωστούσε, επέτρεψε στους επενδυτές να προσδιορίζουν τους προμηθευτές και τους πιθανούς πελάτες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τα παραγωγικά κύτταρα που ονομάζονται επιχείρηση και τα οποία απετέλεσαν μοναδικά εργαλεία δημιουργίας καινοτομίας και διεύρυνσης των μεταξύ ανθρώπων συναλλαγών.
«Η κατάσταση αυτή δημιούργησε νέες μορφές ανισοτήτων, που δεν είναι μόνον υλικές» τονίζει ο Γάλλος νομπελίστας οικονομολόγος Ζαν Τιρόλ.
«Στο πλαίσιο της “οικονομίας του δανεισμού”, που κυριάρχησε τα 15 τελευταία χρόνια», υποστηρίζει ο γνωστός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ, «η μετατροπή της πολιτικής, της κατανάλωσης και της οικονομίας σε αποχαυνωτικό θέαμα, ανέδειξε την ψευδαίσθηση σε κυρίαρχη συμπεριφορά. Ενώ, λοιπόν, οι γνώσεις αυξάνονται και αποκτούν κολοσσιαία σημασία, οι καταναλωτές-θεατές-πολίτες περιέρχονται σε παθητική κατάσταση. Κατά συνέπεια, στη νέα οργανωσιακή τάξη πραγμάτων, πολλά άτομα αποφεύγουν την ευθύνη, παγιδεύονται από την άγνοια και παθητικοποιούνται προς όφελος λαϊκιστών και άλλων καιροσκόπων, που βέβαια έχουν κάθε λόγο να ξορκίζουν τη γνώση».