Τις αγωγές Ελλήνων συνταξιούχων, οι οποίοι είχαν προσφύγει κατά του Συμβουλίου της Ε.Ε., απέρριψε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τις αγωγές Ελλήνων συνταξιούχων, οι οποίοι είχαν προσφύγει κατά του Συμβουλίου της Ε.Ε. αναφορικά με τις περικοπές των συντάξεων που υπέστησαν από την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, απέρριψε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βάσει της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν υφίσταται εκ μέρους του Συμβουλίου Ε.Ε. κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ε.Ε. οι ενάγοντες (της υπόθεσης Τ-531/14) ήταν εργαζόμενοι στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε. και έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία. Υπάγονται σε δύο οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ) (φορέας κύριας ασφάλισης, από τον οποίο λαμβάνουν κύρια σύνταξη γήρατος), και το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ, το οποίο υπάγεται στο Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας, (φορέας επικουρικής ασφάλισης, από τον οποίο λαμβάνουν επικουρική σύνταξη γήρατος).
Οι ενάγοντες κατήγγειλαν ότι από το 2010 έως και το 2014, κατ' εφαρμογή μέτρων δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Ε.Ε., οι συντάξεις τους γήρατος υπέστησαν δραματικές περικοπές και μειώσεις που έφθασαν σε συνολική μείωση που υπερβαίνει το 40% επί του συνολικού ποσού των συντάξεων (μόνον οι επικουρικές συντάξεις έχουν μειωθεί κατά 70%).
Κατά τους ενάγοντες, με τις περικοπές και μειώσεις παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην αξιοπρεπή και ανεξάρτητη ζωή και το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως το γήρας, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 1, 25 και 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός αυτό καθιστά τις αποφάσεις παράνομες και γεννά εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποκαταστήσει τη ζημία των εναγόντων. Υποστηρίζουν επίσης ότι με τις αποφάσεις του Συμβουλίου παραβιάστηκαν οι αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας.
Οι ενάγοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο (ένα εκ των δύο σωμάτων του Δικαστηρίου της Ε.Ε.) να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία που υπέστησαν από την 01/01/2013 έως και την 31/05/2014 από την παράνομη μείωση των κύριων συντάξεών τους, συνολικού ύψους 870 504,11 ευρώ και να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς το ποσό των 3 000,00 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν.
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) στη σημερινή του (3 Απριλίου) απόφαση παρατήρησε ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι επίμαχες αποφάσεις ήταν όντως ικανές να προξενήσουν την προβαλλόμενη από τους ενάγοντες ζημία, τα δικαιώματα προσβάσεως στις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως και τις κοινωνικές υπηρεσίες δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια. Πράγματι, κατά το Δικαστήριο, η άσκησή τους μπορεί να περιοριστεί, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, εφόσον τούτο δικαιολογείται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση και οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά στους ως άνω σκοπούς. Μέτρα με σκοπό τη μείωση του ποσού των συντάξεων ανταποκρίνονται εν προκειμένω σε σκοπούς γενικού συμφέροντος, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, στη μείωση των δημόσιων δαπανών και στη στήριξη του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ελλάδας. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται επίσης σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ.
Λαμβανομένων υπ’ όψιν των σκοπών αυτών και του άμεσου κινδύνου για τη φερεγγυότητα της Ελλάδας, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ε.Ε., τα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητοι περιορισμοί των δικαιωμάτων που επικαλούνται οι ενάγοντες και δεν συνιστούν, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατοχυρουμένων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, το ΓΔΕΕ θεωρεί ότι το Συμβούλιο δεν εξέδωσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων άσκησης των εξουσιών του.
Επιπλέον το ΓΔΕΕ δεν δέχεται ότι οι επίμαχες αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της δοτής αρμοδιότητας και της επικουρικότητας, δεδομένου ότι εκδόθηκαν με σκοπό να ενισχυθεί και να εμβαθυνθεί η δημοσιονομική εποπτεία και να ειδοποιηθεί η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος. Κατά συνέπεια, οι επίμαχες αποφάσεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ασκήσεως αρμοδιοτήτων που απονέμονται ρητώς στο Συμβούλιο με το άρθρο 126, παράγραφος 9, και το άρθρο 136 ΣΛΕΕ.
Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε συνολικά την αγωγή.