Η απώλεια του αξιόχρεου της Ελλάδας, κατά την πρόσφατη κρίση, επιβάρυνε τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως κατόχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια, γράφει ο Σπύρος Ρεπούσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του δρ Σπύρου Ρεπούση*
Η απώλεια του αξιόχρεου της Ελλάδας, κατά την πρόσφατη κρίση, επιβάρυνε τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ως κατόχων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα άντλησης ρευστότητας και υπονομεύοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Ως εκ τούτου, η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί μία ιδιομορφία. Σε αντίθεση δηλαδή με άλλες οικονομίες της περιφέρειας του ευρώ, όπου η πιστοληπτική ικανότητα του Δημοσίου επιβαρύνθηκε από το κόστος στήριξης του τραπεζικού κλάδου (όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία), στην Ελλάδα ο τραπεζικός κλάδος επιβαρύνθηκε από την πιστοληπτική υποβάθμιση του Δημοσίου.
Κατά την οκταετία 2000-2008, ένας υπερδανεισμός τόσο του ιδιωτικού όσο και κυρίως του δημόσιου τομέα ήταν το αποτέλεσμα της ευφορίας που προέκυψε από την ένταξη της χώρας στο κοινό νόμισμα, αλλά και της πεποίθησης των αγορών ότι το ελληνικό χρέος αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο που αποτιμάται και το χρέος των άλλων χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Η μέση ετήσια απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ήταν το 2002 μόλις κατά 31,52 μονάδες βάσης και το 2003 μόλις κατά 16,74 μονάδες βάσης υψηλότερη από την αντίστοιχη απόδοση των δεκαετών ομολόγων του γερμανικού Δημοσίου, ενώ το 2010 η διαφορά έφτασε τις 633 μονάδες βάσης.
Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο του εξωτερικού υπερδανεισμού γνώρισαν και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως είναι η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Αυτό που κάνει την περίπτωση της Ελλάδας ιδιαίτερη είναι το γεγονός ότι οι εξωτερικοί πόροι κατευθύνθηκαν όχι τόσο στο ιδιωτικό χρέος, όχι τόσο στα νοικοκυριά, όσο στο δημόσιο χρέος. Έτσι, ενώ στις άλλες χώρες η κρίση αυτή εκδηλώθηκε ως κρίση στην αγορά κατοικίας, μετά το 2008, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε ως κρίση χρέους.
Αυτός ο υπερδανεισμός οδήγησε σε ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας, σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και στην εμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων - το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών από τη μια πλευρά και το δημοσιονομικό έλλειμμα από την άλλη.
Επίσης, με αφορμή τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008, οδήγησε σε κρίση αξιοπιστίας του ελληνικού Δημοσίου να αποπληρώσει το χρέος, ακριβώς όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες αντίστοιχες κρίσεις το 1827, το 1843, το 1893 και το 1932. Κατά τα έτη 2001-2008 η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία μετρούμενη με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ήταν υπερτιμημένη σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ κατά 17,5%.
Επίσης, πρέπει να θυμόμαστε ότι την περίοδο 1981-2008 εισέρρευσαν στην Ελλάδα συνολικά «καθαροί» κοινοτικοί πόροι ύψους περίπου 87 δισ. ευρώ, που όμως δεν συνδέθηκαν με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος δεν πρέπει να εξετάζεται από μόνη της αλλά να εντάσσεται σε μια διευρυμένη γεωγραφική οπτική.
Ο λόγος είναι ότι η συσσώρευση χρεών (και οι πτωχεύσεις) δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα ούτε κάποιο παροδικό φαινόμενο. Η ελληνική κρίση χρέους ήταν μια δυνατή προειδοποίηση για τους γενικότερους δημοσιονομικούς κινδύνους σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης. Η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία της κρίσης του χρέους, εισήλθε δηλαδή στην κρίση με ένα ήδη τεράστιο συσσωρευμένο χρέος και ξύπνησε τα ένστικτα αυτοσυντήρησης των δανειστών.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, από την αρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει τεθεί επιτακτικά το ζήτημα της μακροχρόνιας διαχείρισης και βιωσιμότητάς του, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους θα είναι πρόκριμα για τη ρύθμιση του χρέους και άλλων χωρών.
Αναδεικνύεται η αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας κοινής (εθνικής) συναίνεσης σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων. Το ζήτημα του χρέους μπορεί να έχει ανάγκη τεχνοκρατικής τεκμηρίωσης, όμως αποτελεί ένα κατεξοχήν πολιτικό θέμα.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση στηριζόμενη στην κουλτούρα ενός λαού οδηγεί σε αρνητικά στερεότυπα και εθνικολαϊκιστικές προκαταλήψεις που δεν βοηθάνε προς μια πραγματική ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση.
Η αποτυχία συνδέεται με τη δομή, τον τρόπο ανάπτυξης και λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας για δεκαετίες. Ο συνδυασμός όμως κατάλληλων οικονομικών δομών, παιδείας, πολιτικής λογοδοσίας και κανόνων οδηγεί στην επιτυχία.
Τα άτομα δρουν σε ένα σύστημα και συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους επικρατούντες τυπικούς και άτυπους κανόνες και τις αντίστοιχες αξίες.
Επομένως επαναλαμβανόμενα λάθη και αποτυχίες παραπέμπουν σε συστημικές αιτίες. Η κρίση χρέους είναι όμως μια ευκαιρία για αλλαγή νοοτροπίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταφέρει η χώρα να κάνει μια νέα αρχή είναι η δημιουργία μιας συλλογικής συνείδησης.
*Συγγραφέας του βιβλίου «Αναδιάρθρωση Δανείων και Επιχειρήσεων», Εκδόσεις Σάκκουλα, και εκ των συγγραφέων των βιβλίων «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας», Εκδόσεις Παπαζήση (με οικονομική υποστήριξη της Τράπεζας της Ελλάδος), και «Η Οικονομική Καταστροφή της Ελλάδας κατά την κατοχή 1941-1944», Εκδόσεις Παπαζήση, που εκδόθηκαν από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.