Με δραστική μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων αλλά και των ιδιωτών επιχειρεί ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την επανεκκίνηση της αμερικανικής οικονομίας. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούσιν παρουσίασε χθες «τη μεγαλύτερη μείωση φόρων στην αμερικανική ιστορία», η οποία περιλαμβάνει μείωση στο 15% από 35% του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Με δραστική μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων αλλά και των ιδιωτών επιχειρεί ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ την επανεκκίνηση της αμερικανικής οικονομίας. Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούσιν παρουσίασε χθες «τη μεγαλύτερη μείωση φόρων στην αμερικανική ιστορία», η οποία περιλαμβάνει μείωση στο 15% από 35% του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων.
Το φορολογικό πακέτο Τραμπ προβλέπει ακόμη τη μείωση του ανώτατου συντελεστή του ατομικού εισοδήματος των επιχειρηματιών(pass-through businesses tax), ο οποίος αφορά μικρομεσαίες και ατομικές επιχειρήσεις, από το 39,6% επίσης στο 15%. Ο Τραμπ προτείνει επίσης εφάπαξ φόρο επαναπατρισμού 10% για τα κέρδη αμερικανικών πολυεθνικών στο εξωτερικό, τα οποία υπολογίζονται σε 2,6 τρισ. δολάρια, από 35% που είναι σήμερα. Παράλληλα ανήγγειλε μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις και επιστροφές φόρων. Το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής εκτιμούσε πέρυσι το φθινόπωρο ότι η εφάπαξ φορολόγηση των επαναπατριζόμενων κερδών θα επιφέρει στο αμερικανικό δημόσιο 148 δισ. δολάρια στο διάστημα μιας δεκαετίας, χρήματα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αντιστάθμισμα για το κόστος της μείωσης φόρων. Οι προτάσεις Τραμπ δεν περιλαμβάνουν τελικά τον αμφιλεγόμενο φόρο «συνοριακής προσαρμογής», ο οποίος αφορούσε τα εισαγόμενα προϊόντα και τον οποίο είχαν αρχικά προωθήσει οι Ρεπουμπλικανοί ως αντιστάθμισμα για τις προβλεπόμενες απώλειες εσόδων από τις προαναφερθείσες περικοπές φόρων.
Με τις μειώσεις φόρων ο Τραμπ εκτιμά ότι θα δώσει κίνητρα στις επιχειρήσεις για επενδύσεις και απασχόληση, τονώνοντας παράλληλα την αμερικανική ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι μειώσεις αυτές δημιουργούν ερωτηματικά για το από πού θα αναπληρωθούν τα χαμένα έσοδα, με πολλούς αναλυτές να εκτιμούν ότι οι μεγάλες μειώσεις φόρων του Τραμπ θα εκτινάξουν το ήδη πολύ υψηλό αμερικανικό δημοσιονομικό έλλειμμα.
Οι μεγάλες περικοπές φόρων δημιουργούν προβληματισμό ακόμη και σε εκπροσώπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι οποίοι φοβούνται εκτροχιασμό των ελλειμμάτων. Στόχος της κυβέρνησης Τραμπ είναι η φορολογική μεταρρύθμιση να πάρει μόνιμο χαρακτήρα, αλλά λόγω των αντιρρήσεων στο Κογκρέσο το νέο φορολογικό σύστημα εκτιμάται ότι θα έχει ζωή για δέκα χρόνια.
«Ο στόχος είναι να γίνει μόνιμο. Αν το διατηρήσουμε για 10 χρόνια είναι καλύτερα από το τίποτα» είπε ο Μνούσιν. «Θέλουμε να απλοποιήσουμε το ατομικό φορολογικό σύστημα, να μειώσουμε τους φόρους και να δημιουργήσουμε οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση φόρων και τη μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση στην ιστορία της χώρας μας», επισήμανε.
Την Τρίτη, η Κοινή Επιτροπή Φορολόγησης του Κογκρέσου που μελετά τις επιπτώσεις στα έσοδα των αλλαγών στη φορολογία, επιβεβαίωσε ότι η μείωση φόρων θα επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα πέραν της δεκαετίας. Η εκτίμηση αυτή είναι ένα από τα βασικά εμπόδια που θα κληθεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει στη συζήτηση για την ψήφιση του πακέτου στο Κογκρέσο.
Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, προτείνεται η μείωση των φορολογικών συντελεστών σε τρεις από επτά, με τον ανώτατο συντελεστή να μειώνεται στο 35% από 39,6% και τους άλλους δύο συντελεστές να διαμορφώνονται στο 10% και στο 25%. Επιπλέον, καταργείται ο φόρος κληρονομιάς για μεγάλες περιουσίες, ο οποίος εφαρμοζόταν σε πρόσωπα με πλούτο άνω των 5,49 εκατ. δολαρίων.
Απώλειες 2,2 τρισ. δολ. στη δεκαετία
Η μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 35% στο 15% θα επιφέρει απώλεια εσόδων 2,2 τρισ. δολαρίων για τα επόμενα δέκα χρόνια, υποστηρίζει ο Άλαν Κόουλ του Φορολογικού Ιδρύματος (Tax Foundation), του κυριότερου ιδρύματος στις ΗΠΑ για θέματα φορολογικής πολιτικής. Ο Κόουλ υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται σταθερή αύξηση της ανάπτυξης κατά 0,9% τα επόμενα δέκα χρόνια για να αντεπεξέλθουν σε τέτοιας κλίμακας μείωση εσόδων, κάτι το οποίο κρίνει ότι δεν είναι ρεαλιστικό.