Μια νέα έρευνα από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, το Bloomberg και το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης αποκαλύπτει ότι η πτώση του κόστους στον τομέα των ανανεώσιμων τεχνολογιών έχει δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μάλιστα, οι μη επιδοτούμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε πολλές χώρες είναι πλέον η πιο φθηνή νέα μορφή ενέργειας.
Μια νέα έρευνα από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, το Bloomberg και το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης αποκαλύπτει ότι η πτώση του κόστους στον τομέα των ανανεώσιμων τεχνολογιών έχει δώσει σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μάλιστα, οι μη επιδοτούμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε πολλές χώρες είναι πλέον η πιο φθηνή νέα μορφή ενέργειας.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση, το κόστος παραγωγής ηλιακής ενέργειας μειώθηκε κατά 17% μέσα σε ένα χρόνο. Το κόστος χερσαίας αιολικής ενέργειας μειώθηκε αντίστοιχα κατά 18% και το κόστος της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 28%.
Μετά τις δραματικές μειώσεις του κόστους των τελευταίων ετών, η μη επιδοτούμενη αιολική και ηλιακή ενέργεια μπορεί να προσφέρει το χαμηλότερο κόστος νέας ηλεκτρικής ισχύος σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, ακόμα και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι πολλές κυβερνήσεις τώρα θα στραφούν στο να επιδοτούν εγκαταστάσεις φυσικού αερίου αντί για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, για λόγους αξιοπιστίας δικτύου.
Περίπου 138,5 γιγαβάτ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συνδέθηκαν στο δίκτυο το 2016, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με τα 127,5 γιγαβάτ του 2015. Ωστόσο, τα γιγαβάτ του 2016 προστέθηκαν μετά από επενδύσεις που ήταν κατά 23% χαμηλότερες από του 2015.
«Η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, είναι το κλειδί για την επίτευξη της κοινωνικής, οικονομικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δημιουργούν θέσεις εργασίας, παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια για τους ανθρώπους που προηγουμένως δεν είχαν πρόσβαση και μειώνουν την ατμοσφαιρική ρύπανση με ολοένα και πιο χαμηλό κόστος», καταλήγει η έκθεση.