Σωρεία επικρίσεων είχε δεχθεί τον τελευταίο καιρό η ΕΚΤ ως προς τη χαλαρή νομισματική πολιτική της, ενώ πολλαπλά ήταν και τα αντικρουόμενα μηνύματα από αξιωματούχους της, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Σωρεία επικρίσεων είχε δεχθεί τον τελευταίο καιρό η ΕΚΤ ως προς τη χαλαρή νομισματική πολιτική της, ενώ πολλαπλά ήταν και τα αντικρουόμενα μηνύματα από αξιωματούχους της.
Όλα άρχισαν από τα στοιχεία των δύο πρώτων μηνών του έτους για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, που έδειξαν σημαντική κλιμάκωση και σταθερή πορεία προς τον στόχο της ΕΚΤ.
Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, η αύξηση των τιμών καταναλωτή επανέφερε στο προσκήνιο τις φωνές από τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, τη Γερμανία, για τερματισμό των άνευ προηγουμένου μέτρων στήριξης από την ΕΚΤ.
Τώρα όμως που μπήκε η άνοιξη και η τάση αυτή φαίνεται να αντιστρέφεται, με τη Γερμανία να γνωρίζει τη μεγαλύτερη πτώση πληθωρισμού από το 2013, ίσως θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις τιμές ενέργειας.
Το πετρέλαιο, παρά τη δυναμική εκκίνηση του νέου έτους, υπήρξε ο «μεγάλος χαμένος» του πρώτου τριμήνου, καθώς η συμφωνία για μείωση της παραγωγής από τις χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ και άλλους κορυφαίους παραγωγούς δεν φαίνεται να αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς.
Και ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε τον Μάρτιο στο 1,5%, παρουσιάζοντας επιβράδυνση για πρώτη φορά σε διάρκεια έτους και ενισχύοντας την άποψη όλων όσοι θεωρούν ότι είναι πρώιμη οιαδήποτε συζήτηση για τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι εκκλήσεις από εφημερίδες, πολιτικούς, ίσως από κάποια μερίδα Γερμανών οικονομολόγων δημιουργούν αναστάτωση σε μία περίοδο ήδη τεταμένη εν όψει των εκλογών στη Γαλλία και της απειλής εμπορικού προστατευτισμού, που θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Η απόπειρα της ΕΚΤ, στη συνεδρίαση του Μαρτίου, να αποσύρει, έπειτα από ασφυκτικές πιέσεις, τη λεκτική ότι «θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να στηρίξει την οικονομία» δημιούργησε προσδοκίες, αν και λανθασμένες, ότι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκιά της πριν ακόμη τερματιστεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Κατά πόσο όμως μπορούμε να μιλάμε για πραγματική ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας; Η ευρωπαϊκή οικονομία δεν είναι μόνο η γερμανική και η όποια έως σήμερα ανάπτυξη συνεχίζει να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης.