Δύο έντονα πολιτικά «δεν» ακούστηκαν σ’ αυτήν την τελευταία στροφή των πολιτικών γεγονότων. Και τα δύο αφορούν σε πρώτο επίπεδο την οικονομία, όμως και τα δύο λειτουργούν -ή: προσπαθούν να λειτουργήσουν- βαθύτατα πολιτικά, εκεί που βρισκόμαστε, γράφει ο Α. Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Δύο έντονα πολιτικά «δεν» ακούστηκαν σ’ αυτήν την τελευταία στροφή των πολιτικών γεγονότων. Και τα δύο αφορούν σε πρώτο επίπεδο την οικονομία, όμως και τα δύο λειτουργούν -ή: προσπαθούν να λειτουργήσουν- βαθύτατα πολιτικά, εκεί που βρισκόμαστε.
Και τα δύο αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με τους «εταίρους», τη διαπραγμάτευση - όχι δε μόνον της τωρινής δεύτερης αξιολόγησης του Μνημονίου-3, αλλά συνολικά την πορεία προς το αύριο/μεθαύριο των σχέσεων της χώρας με την Ευρώπη. Και τα δυο τους -καλά να ‘ναι!- έχουν εξόχως αμφίβολο περιεχόμενο, άρα χρησιμότητα...Ας πάμε με τη σειρά: Πρώτο, το πρωθυπουργικό «Εγώ εργασιακό Μεσαίωνα στην Ελλάδα δεν ψηφίζω!». Εκπέμφθηκε (μέσω Εφημερίδας των Συντακτών) από την Κορυφή της Ρώμης, και αφού ο χειρισμός Κατρούγκαλου -που αποδέχθηκε και υλοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας- εν όψει της Διακήρυξης για το Μέλλον της Ευρώπης, να ζητηθεί δηλαδή να περιληφθεί στη Διακήρυξη κείμενο/language περί του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου που να λειτουργεί ως ασπίδα για τις δυσοίωνες απαιτήσεις του ΔΝΤ (την επίσημη ελληνική άποψη λέμε εδώ) στην τρέχουσα διαπραγμάτευση αστόχησε. Ο Αλέξης Τσίπρας αρκέστηκε όσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις -γιατί αυτό κυρίως έχει συμβολαιοποιηθεί- σε κάποια μουρμουρητά του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ίσως κάτι πιο θετικό από Ντόναλντ Τουσκ - συν την επικοινωνιακή διαχείριση στα εσωτερικά μας - μιντιακά, εσωκομματικά κοκ.
Επειδή η έκφραση «εργασιακός Μεσαίωνας», που χρησιμοποιήθηκε in extenso ήδη από το 2010-11, ακόμη περισσότερο μετά το 2012 και απογειώθηκε το 2015, έχει πλέον αληθινή ανταπόκριση στην πραγματικότητα της Ελλάδας του 2016-17 (με τις ελαστικές μορφές απασχόλησης να καλύπτουν υπερ-πλήρες ωράριο, με τους ανασφάλιστους να πληθαίνουν, με τους απλήρωτους ή σποραδικά πληρωμένους εργαζόμενους να απειλούν να γίνουν ο κανόνας σε κάποιους κλάδους), η τοποθέτηση Τσίπρα δεν επιτρέπεται να προσπερνάται «εύκολα».
Όμως υπάρχουν τρεις βαρύτατα διαψευστικές πλευρές: (α) οι καημένες οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όντως είχαν συμφωνηθεί στα πρώτα μας μνημόνια να τεθούν στο ψυγείο, όμως τώρα δεν πρόκειται τόσο για μνημονιακή απαγόρευση όσο για επαναφορά της συζήτησης από την τρόικα με τη βοήθεια των καθυστερήσεων, (β) οι κοινωνικοί εταίροι, τους οποίους και ο Τσίπρας εγκάλεσε από τη Ρώμη για μη ισχυρή συμπαράσταση, στα χάλια που βρίσκονται οι επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μέσω συλλογικών συμβάσεων θα δείχνονταν εργασιακά φιλικότερες και -κυρίως!- (γ) ο εργασιακός Μεσαίωνας δεν είναι ζήτημα ρυθμίσεων και νομοθετικού πλαισίου, αλλά εφαρμογής. Πρακτικής. Καθημερινής στάσης των επιχειρήσεων Και των επιχειρηματιών. Αυτά... δεν νομοθετούνται.
Δεύτερο, το «Η κυβέρνηση δεν πρέπει να δεχθεί τον επιχειρούμενο κανιβαλισμό της ΔΕΗ». Ανήκει στον Πάνο Σκουρλέτη, στον οποίο ήρθε και εμφώλευσε η ψυχή του Παναγιώτη Λαφαζάνη ή ήδη κινείται σε μήκος κύματος «επόμενης μέρας» του ΣΥΡΙΖΑ (ή, το πιθανότερο, και τα δύο!). Αυτό συνοδεύτηκε από προαναγγελία απεργιακών κινητοποιήσεων της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ -με εργατικό κόστος 900 εκατομμύρια για 18.000 εργαζόμενους, άρα 50.000 ευρώ ΜΕΣΟ κόστος, δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για το «γιατί»!- αλλά και από σχέδιο συνταγματικής αναθεώρησης, που αποκλείει κάθε απόσυρση από την κρατική ιδιοκτησία είτε των νερών/ΕΥΔΑΠ κ.λπ. (εδώ έχει προηγηθεί το ΣτΕ, άλλωστε) είτε των ενεργειακών δικτύων, άρα ΔΕΗ.
Αφήνοντας κατά μέρος την πολιτική διάσταση που μόλις αναφέραμε, αλλά και τη συμβολική λειτουργία του απόγειου του κρατισμού που αποτελεί η ΔΕΗ (με την κρατική/δημόσια διάσταση να είναι επιλογή του γενάρχη της Ν.Δ. Κωνσταντίνου Καραμανλή, μην ξεχνιόμαστε) να έχουμε δυο πράγματα κατά νου.
Πρώτον, όλη η ιστορία «ΔΕΗ», που όντως εν πολλοίς κινείται από αυτό που ο Π. Σκουρλέτης ονομάζει -πλην δεν κατονομάζει- «συμφέροντα», λίγο έχει να κάνει με τα μνημόνια και την αξιολόγηση: ξεκινάει κι αυτή από υποχρεώσεις της Ελλάδας/της Ελληνικής Δημοκρατίας βάσει του κυρίως Κοινοτικού Δικαίου, του αποφασισμένου ανοίγματος της αγοράς ενέργειας κοκ. Τα μνημόνια και εδώ λειτούργησαν «απλώς» ως μέσο πίεσης, κάτι σαν ήπιο waterboarding. Το άλλο όμως είναι πιο βαρύ: η ΔΕΗ, όπως την έφτιαξαν/όπως την έφτασαν/όπως την κατάντησαν, με τα 2+δισ. οφειλές καταναλωτών προς αυτήν (τα μισά συνεισπραττόμενα τέλη κ.λπ., βέβαια), με το 1.500.000 πελατών να έχουν οφειλές, με κάτι σαν 1,5 δισ. οφειλές στις τράπεζες κι άλλα 800 εκατ. προς προμηθευτές, κι αν ακόμη δεν προσαράξει λειτουργικά, δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί επενδύσεις. Πνίγεται. Υποχρεωτικά θα φύγει από την αγκαλιά ενός απένταρου Δημοσίου.
Συμπέρασμα; Και τα δύο «δεν» στερούνται περιεχομένου.