Στα τέλη του Ιανουαρίου ενημερωθήκαμε ότι η χώρα σχεδιάζει να δημιουργήσει την εθνική υπηρεσία διαστήματος θεσπίζοντας και θεσμοποιώντας με αυτό το τρόπο μια στοχευμένη Διαστημική Πολιτική που απουσίαζε εδώ και δεκαετίες, γράφει ο Βασίλης Κωστόπουλος.
Του Βασίλη Κωστόπουλου
Μετεωρολόγος (σμήναρχος ε.α.), συνεργαζόμενος ερευνητής στη Μονάδα Διαστημικών Προγραμμάτων του ΕΚ «Αθηνά»
Στα τέλη του Ιανουαρίου ενημερωθήκαμε ότι η χώρα σχεδιάζει να δημιουργήσει την εθνική υπηρεσία διαστήματος θεσπίζοντας και θεσμοποιώντας με αυτό το τρόπο μια στοχευμένη Διαστημική Πολιτική που απουσίαζε εδώ και δεκαετίες. Η απουσία εθνικής πολιτικής επισημάνθηκε στο φύλλο της Ναυτεμπορικής της 30ης Νοεμβρίου 2009 με το άρθρο «Μια πολιτική προσέγγιση του Διαστήματος δεν μπορεί να είναι κατακερματισμένη...» που συντάχθηκε από τον γράφοντα μαζί με τον αείμνηστο Καθηγητή ΕΜΠ και Πρόεδρο του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά» Γεώργιο Καραγιάννη.
Την εποχή που η χώρα μας έχει δρομολογήσει μια μεταρρυθμιστική διαδικασία στα θέματα του Διαστήματος (που δεν είναι καθόλου αστεία), θεωρούμε χρήσιμο να κάνουμε μια χρονική αναδρομή της διαστημικής πορείας και των αντίστοιχων πολιτικών αποφάσεων που την στήριξαν.
Η Οδύσσεια του ανθρώπου στο Διάστημα ξεκίνησε δεκαετίες πριν και χρησιμοποιήθηκε ως συγκριτικό στοιχείο υπεροχής μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ και ως πολιτικό-κοινωνικό προπαγανδιστικό εργαλείο πρώτης βαθμίδας, ενώ σήμερα, οι διαστημικές δραστηριότητες καταλαμβάνουν έναν σημαντικό τομέα της κοινωνίας μας. Ο Ευρωπαίος πολίτης χρησιμοποιεί το διάστημα εδώ και δεκαετίες μέσω της κινητής τηλεφωνίας, σε ένα αεροπορικό ταξίδι ή στα δελτία καιρού χωρίς πολλές φορές να γνωρίζει ότι το διάστημα εκτός από τη γοητεία της εξερεύνησης προσφέρει ήδη υπηρεσίες στη καθημερινότητα του. Πέρα από την υψηλή τεχνολογία (hardware & software) που σχεδιάζεται και αναπτύσσεται στην κατασκευή δορυφόρων, πυραύλων εκτόξευσης και επίγειων συστημάτων, η επιστημονική συνεισφορά των διαστημικών δραστηριοτήτων στην εξερεύνηση του πλανήτη, του ηλιακού συστήματος και του σύμπαντος είναι ανυπολόγιστη στη συνεχή διαδικασία αύξηση της ανθρώπινης γνώσης και στην παροχή εξειδικευμένων δορυφορικών υπηρεσιών.
Η διαστημική πορεία της Ευρώπης δεν είχε αντίστοιχη πολιτική όδευση όπως στις ΗΠΑ και στην Ρωσία αλλά ξεκίνησε από επιστημονικό ενδιαφέρον και την τεχνολογική δουλειά εργαστηρίων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ανά την Ευρώπη, που τελικά απέκτησαν θεσμική ευρωπαϊκή σκέπη και χρηματοδότηση με την ίδρυση δύο διακρατικών οργανισμών που συμφωνήθηκαν το 1962: 1. European Launch Development Organization (ELDO) για την κατασκευή των πυραύλων εκτόξευσης και 2. European Space Research Organization (ESRO) για την σχεδίαση και την ανάπτυξη των διαστημοσυσκευών.
Οι οργανισμοί αυτοί συγχωνεύτηκαν και δημιούργησαν τη γνωστή σε όλους μας Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος (European Space Agency-ESA) το 1975. Η χρηματοδότηση της ESA και των προγραμμάτων της από τα κράτη-μέλη βασίστηκε στην αρχή των «βιομηχανικών επιστροφών» για όσα κράτη συμμετέχουν. Οι «βιομηχανικές επιστροφές» αφορούν πρωτίστως στη σχεδίαση διαστημικών αποστολών και στην τεχνολογική έρευνα που οδηγεί στις τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή των διαστημοσυσκευών, την εκτόξευση και τέλος την επιχειρησιακή λειτουργία για την λήψη μετρήσεων ή/και υπηρεσιών από τα όργανα των διαστημοσυσκευών (παρατήρηση πλανητών, αστεροειδών ... τηλεπικοινωνίες, δορυφορική πλοήγηση, μετεωρολογία, παρατήρηση γης κ.ο.κ).
Ενώ η ESA και άλλοι δύο ευρωπαϊκοί διακρατικοί διαστημικοί οργανισμοί που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις δορυφορικές ανάγκες για τις τηλεπικοινωνίες (EUTELSAT-1977) και τη μετεωρολογία (EUMETSAT-1986) ανέπτυξαν ουσιαστικά την ευρωπαϊκή διαστημική βιομηχανία διαθέτοντας επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ εδώ και δεκαετίες, η πρώτη επίσημη ευρωπαϊκή διαστημική πολιτική διατυπώθηκε ως ευρωπαϊκή απόφαση στις 22/05/2007. Η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε στο 4ο Κοινό Συμβούλιο Διαστήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Διαστήματος (4th SPACE COUNCIL Resolution on the European Space Policy - COMPETITIVENESS (Internal Market, Industry and Research) Council meeting Brussels, 22 May 2007).
Στο κείμενο της ανακοίνωσης της 22/05/2007 αναφέρεται η συνεργασία Ε.Ε και ESA σε δύο πρωτοβουλίες της Ευρώπης που είχαν δρομολογηθεί από τη δεκαετία του 1990 και στις οποίες το διάστημα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην προσπάθεια της Ευρώπης να αποκτήσει διαστημική ανεξαρτησία από άλλους παγκόσμιους διαστημικούς παίκτες (κυρίως ΗΠΑ και Ρωσία) και αυτονομία, στο να χρησιμοποιεί τις δικές της διαστημικές υποδομές για την ευημερία και την ασφάλεια του Ευρωπαίου πολίτη: 1. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δορυφορικής πλοήγησης (Galileo) που ξεκίνησε να κατασκευάζεται με καθυστέρηση δεκαετιών από τα αντίστοιχα προγράμματα των ΗΠΑ και της Ρωσίας και θα είναι επιχειρησιακό τα επόμενα χρόνια και 2. Το πρόγραμμα Παγκόσμιας Παρακολούθησης της Γης για το Περιβάλλον και την Ασφάλεια (Global Monitoring for Environment and Security που σήμερα ονομάζεται Copernicus) που σχεδιάζεται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος, τους Ευρωπαϊκούς Μετεωρολογικούς Οργανισμούς και την ευρωπαϊκή ερευνητική κοινότητα. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Πολιτικής αναφέρεται στην ειρηνική χρήση του διαστήματος και σε προγράμματα διπλής χρήσης (κοινές πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές) θεωρώντας μάλιστα τα προγράμματα Galileo και Copernicus ως συστήματα δημόσιας-πολιτικής χρήσης αποφεύγοντας ουσιαστικά να αγγίξει το μέρος της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Πολιτικής που αφορά τις στρατιωτικές ανάγκες/εφαρμογές.
Αυτή η παράλειψη είναι άραγε κάποια «πολιτική μανούβρα» για να μη πολύ-αγγίζουμε θέματα της Ευρωπαϊκής Άμυνας ή μήπως σκαλώνει στις θεσμικές αρμοδιότητες της ESA για ειρηνική χρήση του διαστήματος και στις βιομηχανικές επιστροφές. Για τις τελευταίες, τεχνολογικά δεν τίθεται θέμα αφού όλοι οι δορυφόροι που αφορούν την ESA, την EUMETSAT, την Ευρωπαική Ένωση και τις στρατιωτικές ανάγκες κατασκευάζονται από την κοινή ευρωπαϊκή διαστημική βιομηχανία. Δεν γίνεται κατανοητό σε τι αποσκοπεί αυτός ο διαχωρισμός της Άμυνας από την Ευρωπαϊκή Διαστημική Πολιτική αφού οι περισσότερες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στο διάστημα είναι κοινές (τα όργανα παρατήρησης ενδέχεται να διαφέρουν) και η αναζήτηση της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας (τεχνολογικής-επιχειρησιακής) στο διάστημα δεν πραγματοποιείται εάν η άμυνα μείνει εκτός.
Η καθυστέρηση όμως της Ευρώπης να διατυπώσει την πρώτη Ευρωπαϊκή Διαστημική Πολιτική έχει κατά την άποψη μας και μη πολιτικές αιτίες που αφορούν τη δυσκολία των οργάνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συνεργαστούν στη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής σχεδίασης στο Διάστημα (και σε άλλους τομείς) με τους θεματικά/επιχειρησιακά αρμόδιους Ευρωπαϊκούς Διακρατικούς Οργανισμούς που «κυβερνώνται» από ευρωπαϊκά κράτη οχι όμως μέσα από διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πρώτη και μάλλον θεσμική αιτία, είναι ότι οι Ευρωπαϊκοί Οργανισμοί Διαστήματος (πλέον ESA και EUMETSAT αφού ο EUTELSAT ιδιωτικοποιήθηκε το 2001) προϋπήρχαν της συνθήκης του Maastricht και συμμετέχουν σε αυτούς κράτη που δεν είναι ταυτόχρονα και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υπερκυβερνητική ισχύ που έχουν όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες διαδικασίες στα κράτη-μέλη δεν ισχύει στη περίπτωση των οργανισμών αυτών. Σημειώνουμε παρεμπιπτόντως ότι Ευρώπη έχει 9 επιστημονικές διακρατικές δομές που δημιουργήθηκαν πριν το Maastricht (European Organization for the Exploitation of Meteorological Satellites (EUMETSAT), European Centre for Medium-Range Weather Forecasts (ECMWF), European Space Agency (ESA), The European Organization for Nuclear Research (CERN), The European Southern Observatory (ESO), The Economic Interest Grouping of National Meteorological Services of the European Economic Area (ECOMET), European Molecular Biology Laboratory (EMBL), EuroGeoSurveys (EGS), European Regional Association for weather, hydrology and climate (RA6/WMO)).
Η δεύτερη αιτία είναι ότι οι ευρωπαϊκοί διακρατικοί οργανισμοί διαστήματος δεν λειτουργούν «πολιτικά» όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και έχουν στοχευμένη επιστημονική, αναπτυξιακή, επιχειρησιακή υφή και τεχνογνωσία που δεν χρησιμοποιήθηκε εδώ και δεκαετίες από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη σχεδίαση των ερευνητικών πολιτικών και προγραμμάτων που αφορούν το διάστημα και τις εφαρμογές του. Το ίδιο προφανώς ισχύει για όλες τις προαναφερόμενες ευρωπαϊκές διακρατικές δομές (Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-000706/2013 προς την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 117 του Κανονισμού του Ευρωκοινοβουλίου της Μαριέττας Γιαννάκου με θέμα: Παραμερισμός των ευρωπαϊκών διακρατικών οργανισμών στο σχεδιασμό της έρευνας στην ΕΕ).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει τους διακρατικούς επιστημονικούς θεσμούς της Ευρώπης με βαρύτητα στη διοικητική της μη-δικαιοδοσία και οχι στην επιστημονική και τεχνολογική τους επάρκεια που αναπτύχθηκε για τις ανάγκες της ίδιας της Ευρώπης με διαφορετικό ωστόσο «προϋπολογισμό» από τις ετήσιες εισφορές των κρατών-μελών τους. Η έννοια της ευρωπαϊκής συνεργασίας για την διατύπωση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Διαστήματος περνάει μέσα από την γραφειοκρατία της ΕΕ όπου μάλιστα η αρμοδιότητα τους Διαστήματος άλλαξε και χειριστή (από την Γενική Διεύθυνση Έρευνας στη Γενική Διεύθυνση της Βιομηχανίας το 2005) ενω αφορά ταυτόχρονα τις Γενικές Διευθύνσεις Έρευνας, Περιβάλλοντος, Γεωργίας, Ανταγωνιστικότητας για την παροχή Υπηρεσιών και τον τομέα της Άμυνας.
Κάτι μας θυμίζει η ευρωπαϊκή αυτή εικόνα αλλά σε μια ενωμένη Ευρώπη, ιδιαίτερα την εποχή οικονομικής κρίσης, οφείλουμε να παραμερίσουμε τα οράματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας για μαξιμαλισμό του ελέγχου προς όλους και για όλα και να δώσουμε θεσμικό βήμα σε ότι αφορά τη πολιτική ευρωπαϊκή σχεδίαση στους διακρατικούς επιστημονικούς θεσμούς που η ίδια η Ευρώπη ξεκίνησε ακόμα και πριν τη συνθήκη της Ρώμης. Δεν προέρχονται οι θεσμοί αυτοί από άλλη Ευρώπη ούτε έχει παραπονεθεί κάποιος για την ύπαρξη τους ή τις υπηρεσίες τους στην ανθρωπότητα.