Σε χρηματική μετατράπηκε η ποινή φορολογουμένου που καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια με απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε απορρίψει σχετικό αίτημά του.
Σε χρηματική μετατράπηκε η ποινή φορολογουμένου που καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια με απόφαση του Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε απορρίψει σχετικό αίτημά του.
Με την υπ΄ αριθμ. 130/2017 απόφασή του ο Άρειος Πάγος επικαλούμενος την παράγραφο 1 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει ότι «..η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων», έκρινε ότι «ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους».
Οι Αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι το Εφετείο «παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012, εσφαλμένως ερμηνεύοντας αυτήν».
Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου απασχόλησε υπόθεση φορολογουμένου που καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης σε ποινή κάθειρξης 5 ετών για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ (όριο επιβαρυντικών διατάξεων) και ανερχόταν στις 241.980 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος ζήτησε να μετατραπεί η ποινή κάθειρξης σε χρηματική, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το Εφετείο και άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο.
naftemporiki.gr