Κόσμος
Τετάρτη, 08 Μαρτίου 2017 11:33

Είναι η Ολλανδία μια άλλη Γαλλία;

Τα μέχρι πρότινος αναπάντεχα εκλογικά αποτελέσματα τείνουν να γίνουν ο νέος κανόνας. Τα διεθνή μέσα αναζητούν την επόμενη «φαινομενικά αναπάντεχη» πολιτική εξέλιξη προκειμένου να την προβάλουν ως την πιθανότερη πρόβλεψή τους.

Γιάννης ΚωνσταντινιδηςΕπίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Επιστημονικός Διευθυντής Prorata
Βένη ΜουζακιάρηΤμήμα Πολιτικής Ανάλυσης Prorata

Τα μέχρι πρότινος αναπάντεχα εκλογικά αποτελέσματα τείνουν να γίνουν ο νέος κανόνας. Τα διεθνή μέσα αναζητούν την επόμενη «φαινομενικά αναπάντεχη» πολιτική εξέλιξη προκειμένου να την προβάλουν ως την πιθανότερη πρόβλεψή τους. Και οι ολλανδικές εκλογές της 15ης Μαρτίου 2017 είναι το σημείο τρέχουσας εστίασής τους, καθώς φαίνεται να διαθέτει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ενός εκλογικού δράματος: ραγδαία άνοδο της Άκρας Δεξιάς, κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων του Κέντρου, εμφάνιση μιας φωτεινής νέας δύναμης στο χώρο του Κέντρου. Όλα τα παραπάνω φέρνουν στο νου το γαλλικό προεκλογικό σκηνικό. Όμως η ερμηνεία του αντίστοιχου σκηνικού στην Ολλανδίας μοιάζει να συνιστά μεγαλύτερη πρόκληση υπό την έννοια ότι η σειρά των περιγραφόμενων εκλογικών ανατροπών λαμβάνει χώρα σε συνθήκες βελτίωσης των οικονομικών μεγεθών. Η ανάπτυξη της χώρας κινείται σήμερα στο 2%, το δημόσιο χρέος της ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 63% και η Ολλανδία δανείζεται με μηδενικά επιτόκια. Τι εξηγεί λοιπόν τότε τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων και τη μεταβλητότητα των επιλογών τους;

Κατά πρώτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η εφαρμογή προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ακόμα και στην Ολλανδία, παρά τη γρήγορη και επιτυχή του κατάληξη, έφερε νέες εργασιακές συνθήκες, οι οποίες σε ένα μεγάλο βαθμό υποχρεώνουν σε εργασία υπό ιδιαίτερα ελαστικές συνθήκες, μειωμένου ωραρίου και μειούμενης αμοιβής, και προκαλούν μοιραία κοινωνική ανησυχία και αμφισβήτηση. Κατά δεύτερον, και ίσως σε συνέχεια της ενόχλησης από τις οικονομικές επιπτώσεις της επιβαλλόμενης από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτικής, η ολλανδική κοινή γνώμη δείχνει να αντιδρά σε βάρος της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ και συγκεκριμένα της πολιτικής μαζικής χορήγησης ασύλου σε πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ολλανδική κοινωνία ανέπτυξε ένα έντονο αντί-ισλαμικό συναίσθημα νωρίτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη ως συνέπεια της δολοφονίας δύο δημόσιων προσώπων, τα οποία είχαν προβεί σε επικριτικές για το Ισλάμ δηλώσεις, από ισλαμιστές τρομοκράτες. Θύματα υπήρξαν ο δημοφιλής Ολλανδός πολιτικός Pim Fortuyn, το 2002, και ο σκηνοθέτης και τηλεοπτικός παραγωγός "Theo" van Gogh, το 2004. Η στυγνή δολοφονία των δύο, πέραν από την άμεση τοποθέτηση του ζητήματος της πολυπολιτισμικής συνύπαρξης στη δημόσια ατζέντα, έφερε στην επιφάνεια και τον Geert Wilders, τον τότε βουλευτή του κεντροδεξιού κόμματος των Φιλελευθέρων (VVD) και σημερινό ηγέτη του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας (PVV), ο οποίος φερόταν να είναι στο στόχαστρο του δολοφόνου του σκηνοθέτη "Theo" van Gogh, λόγω των έντονα αντί-ισλαμικών θέσεων που και εκείνος εξέφραζε.

Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς

Ας δούμε πώς οι παραπάνω συνθήκες δημιουργούν τα τρία προαναφερθέντα στοιχεία του ολλανδικού εκλογικού δράματος. Και ας ξεκινήσουμε με την άνοδο της Άκρας Δεξιάς. Θυμός και φόβος μοιάζουν να υπάρχουν σε επάρκεια για την εκδήλωση του κλασικού φαινομένου διεύρυνσης της απήχησης της Άκρας Δεξιάς. Η εμφάνιση του Geert Wilders στο προσκήνιο, μετά την αποκάλυψη του σχεδίου δολοφονίας του, προσέφερε και το απαιτούμενο πρόσωπο ηγεσίας στα συναισθήματα αυτά. Και πράγματι, ο Wilders εκφράζει σήμερα ανοιχτά τον θυμό για τις περικοπές των δημόσιων δαπανών ως συνέπεια των πολιτικών περιορισμού του ελλείμματος και τον φόβο για την εισροή του μουσουλμανικού στοιχείου στη χώρα. Η ένταση με την οποία εκφράζει τον δεύτερο, τον φόβο, είναι μάλιστα τόσο έντονη που προβληματίζει ακόμα και για την ίδια την ικανότητά του να κυβερνήσει. Η αποκάλυψη του σχεδίου δολοφονίας του τον φόβισε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έκτοτε να συνοδεύεται επί 24ώρου βάσης από αστυνομία. Η κατοικία του φέρεται να είναι πλήρως προστατευμένη, ενώ δύσκολα μπορεί κανείς να τον συναντήσει ή να επικοινωνήσει μαζί του, στοιχεία που μειώνουν την εμπιστοσύνη στις διαχειριστικές του ικανότητες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο αδελφός του, Paul, ζητά δημοσίως από τους πολίτες να μην ψηφίσουν τον αδελφό του, κίνηση που ενισχύει την αμφισβήτηση σε βάρος του Wilders και τελικά ανακόπτει τη δυναμική του χώρου παρά την περί του αντιθέτου φημολογία των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Η έλλειψη χαρισματικότητας του Wilders τον κάνει μια εμφανώς διαφορετική περίπτωση από αυτήν την Marine Le Pen.

Η κατάρρευση των παραδοσιακών μεγαλύτερων κομμάτων

Αυτό που κάνει την άνοδο της ολλανδικής Άκρας Δεξιάς να φαντάζει εντυπωσιακότερη είναι η ραγδαία αποδυνάμωση των δύο παραδοσιακά μεγαλύτερων κομμάτων της χώρας, των κεντροδεξιών Φιλελευθέρων (VVD) και των κεντροαριστερών Εργατικών (PvdA), των δύο κομμάτων που συγκυβερνούν από το 2012. Οι δύο παραδοσιακοί πρωταγωνιστές εκτιμάται ότι θα απολέσουν αθροιστικά το 50% της δύναμής του 2012, με τους Εργατικούς να βρίσκονται μπροστά από τη μοιραία στιγμή της εκλογικής κατακρήμνισής τους σε μονοψήφια ποσοστά. Η υιοθέτηση πολιτικών μείωσης των δημόσιων δαπανών από την κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν βαραίνει πολύ εντονότερα αυτούς, από όσο τους Φιλελευθέρους, καθώς η προάσπιση του κράτους πρόνοιας αναγνωριζόταν πάντα ως δική τους θεματική αρμοδιότητα. Η υπογράμμιση αυτών των αποκλίσεων από τον Wilders καθιστά εφικτή ακόμα και την ευθεία μετακίνηση ψήφων από τους Εργατικούς στο PVV, παρότι σημαντικότερες είναι οι μετακινήσεις προς άλλα κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Όμως και οι Φιλελεύθεροι υποχωρούν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής προγραμμάτων λιτότητας, αλλά και της σιωπηρής συμφωνίας τους στην ανοιχτή στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο μεταναστευτικό, προς όφελος του ιδεολογικά συγγενούς τους Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDA), το οποίο ενισχύεται μετά από μια σχεδόν δεκαετία χλιαρής παρουσίας. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η κατάρρευση των δύο κομμάτων συμβάλλει μεν, αλλά δε σχετίζεται μονοτονικά με την άνοδο της Άκρας Δεξιάς, καθώς οι εκροές από τα δύο κόμματα κατευθύνονται προς έναν μεγάλο αριθμό διαφορετικών επιλογών. Και ως προς αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια διαφορά της ολλανδικής περίπτωση σε σχέση με τη γαλλική, παρά το γεγονός ότι η εμφάνιση της υποψηφιότητας του Emmanuel Macron δημιούργησε διαφορετικές δυναμικές στον προεκλογικό αγώνα στη Γαλλία.

Η ισχυροποίηση μιας αντί-συστημικής δύναμης από το Κέντρο

Μεταξύ των πιθανών κερδισμένων της εκλογικής μεταβλητότητας που διαπιστώνεται φαίνεται να είναι το μικρό κεντρώο κόμμα D66. Το κόμμα με το παράξενο αυτό όνομα συμμετέχει στο ολλανδικό κοινοβούλιο για πλέον των πενήντα ετών, διατηρώντας πάντα χαμηλά ποσοστά και λειτουργώντας συχνά ως ο μικρός εταίρος ενός εκ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Στο επίκεντρο της πολιτικής φυσιογνωμίας του κόμματος βρίσκεται η στήριξη ατομικών ελευθεριών και η πάταξη πάσης φύσης διακρίσεων, στοιχεία που τοποθετούν το κόμμα στο άκρο του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Στην οικονομική ατζέντα, τοποθετούνται υπέρ ενός μεικτού μοντέλου οικονομικής πολιτικής και υπογραμμίζουν την ανάγκη για αύξηση των δημοσίων δαπανών στους τομείς της παιδείας και της υγείας, στοχεύσεις που δε συμβαδίζουν με την παρατεταμένη πολιτική λιτότητας. Συνδυαστικά, οι δύο θέσεις τοποθετούν τους D66 στον χώρο ανάμεσα στις ακραιφνώς φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της αγοράς, από τη μία πλευρά, και στον συνδυασμό λαϊκισμού και οπισθοδρόμησης της Άκρας Δεξιάς, από την άλλη πλευρά. Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι D66 εμφανίζονται με ποσοστά που προσεγγίζουν το 15%, ένδειξη της ύπαρξης εναλλακτικής και συνάμα μη δικομματικής λύσης μακριά από την Άκρα Δεξιά. Η στρατηγική των D66 θυμίζει την αντίστοιχη του Γάλλου “ενδιάμεσου”, Emmanuel Macron, ο οποίος εκφράζει την ανάγκη προώθησης μιας οικονομικής ατζέντας ενός μεικτού μοντέλου, με σκοπό να ανακτηθεί η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη στην κοινωνία.

Τελικό σχόλιο

Προφανώς οι εκλογικές αναμετρήσεις σε Ολλανδία και Γαλλία ομοιάζουν, αν και είναι μάλλον η χρονική εγγύτητα των δύο αναμετρήσεων που παραπλανά τη διεθνή κοινή γνώμη σε μια κοινή αντιμετώπιση των δύο εκλογικών στιγμών. Η κεντρική διαφορά έγκειται στην προσωπικότητα του ηγέτη της ολλανδικής Άκρας Δεξιάς, το αμφιλεγόμενο στοιχείο της οποίας καθιστά το ενδεχόμενο της νίκης του Geert Wilders λιγότερο πιθανό. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πολιτική αδυναμία του Wilders, το αντί-συστημικό συναίσθημα μοιάζει να είναι ισχυρό και στην Ολλανδία, σε σημείο που να μοιάζει πολύ πιθανή η εμφάνιση ενός καταλληλότερου ηγέτη στον ακροδεξιό χώρο, ο οποίος και θα πετύχει σημαντικότερα εκλογικά οφέλη σε έναν επόμενο χρόνο. Η κεντρική ομοιότητα πάντως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι αμελητέο το μετριοπαθές τμήμα της εκλογικής βάσης των δύο χωρών που εγκαταλείπει τους παραδοσιακούς κομματικούς μηχανισμούς και επιζητά μια νέα εναλλακτική: στην Ολλανδία είναι οι D66, στη Γαλλία είναι ο Macron. Δεν είναι θορυβώδεις, αλλά δεν είναι λίγοι. Απλώς διαφεύγουν της προσοχής μας.