Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν κατάρρευση των επενδύσεων. Δεν εκπλήσσομαι. Συνήθως το θύμα του πολιτικού συστήματος είναι το μέλλον. Δηλαδή τα παιδιά μας. Τι να πει κανείς, όμως, όταν η οπτική μας είναι πάντα κοντόθωρη και οι θεσμοί δεν λειτουργούν;, γράφει ο Θοδωρής Πελαγίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θοδωρή Πελαγίδη
Καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν κατάρρευση των επενδύσεων. Δεν εκπλήσσομαι. Συνήθως το θύμα του πολιτικού συστήματος είναι το μέλλον. Δηλαδή τα παιδιά μας. Τι να πει κανείς, όμως, όταν η οπτική μας είναι πάντα κοντόθωρη και οι θεσμοί δεν λειτουργούν;
Όλα μοιάζουν να θυσιάζονται στον βωμό της πρόσκαιρης επιδίωξης. Έπειτα από 2-3 χρόνια θα απορούμε γιατί ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης είναι χαμηλός, γιατί δεν δημιουργούνται χαμηλές θέσεις εργασίας. Με τέτοιο πολιτικό κλίμα, με τέτοιο πολιτικάντικο κλίμα, επενδύσεις δεν πρόκειται να γίνουν, σε βαθμό τουλάχιστον που θα μας επέτρεπε όχι μόνο να μειώσουμε τα ποσοστά ανεργίας, αλλά κυρίως να έχουμε δουλειές καλοπληρωμένες. Όλα αυτά, όμως, είτε τα λέμε, είτε όχι, μοιάζουν «κινέζικα» στην κυβέρνηση.
Θα επηρεάσουν τα στοιχεία το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης; Δεν το πιστεύω. Η κυβέρνηση αυτή έχει στελέχη που δεν καταλαβαίνουν ούτε από οικονομία, ούτε από αγορές. Σε λίγο βέβαια οι αγορές θα παίζουν… νταούλι κι εκείνοι θα χορεύουν. Αλλά και πάλι, δεν τους ενδιαφέρει. Λίγο η απλή αναλογική, λίγο ο κόσμος που ξεχνάει, ελπίζουν να τα καταφέρουν.
Το επικρατέστερο σενάριο είναι να συνεχίσει η κυβέρνηση να λαμβάνει τζάμπα χρήματα από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, πράγμα βεβαίως το οποίο είναι απολύτως σωτήριο στην κατάσταση που βρισκόμαστε, κάτι που δεν συνειδητοποιεί πολύς κόσμος. Τα υπόλοιπα, περί επιτροπείας των ξένων και περί μνημονίου 4, 5 ή 6, περισσεύουν.
Εξάλλου, τα πιο πολλά από αυτά είναι αυτονόητα. Μας ζητούν να εφαρμόσουμε έναν μέσο όρο αφορολογήτου στην Ευρωζώνη για τους μισθωτούς και συνταξιούχους (όλοι οι υπόλοιποι είναι πολίτες… δεύτερης κατηγορίας). Μας ζητούν να εφαρμόσουμε τα ευρωπαϊκά πρωτόκολλα στις αγορές εργασίας. Μας ζητούν μια αυτονόητη σχέση μισθών και συντάξεων.
Εμείς όμως -αντί μόνοι μας να ασχοληθούμε με τις στρεβλώσεις που σκοτώνουν το μέλλον μας- κραυγάζουμε σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η χώρα σήμερα έχει βιοτικό επίπεδο υψηλό, πολύ υψηλότερο από αυτό που η παραγωγική της μηχανή δικαιολογεί. Θα κλείσει η αξιολόγηση; Όπως είπε κάποτε και ο Μιχάλης Σάλλας για ένα άλλο -παρεμφερές όμως- ζήτημα, «δεν είμαι καφετζού». Εκεί φτάσαμε, δυστυχώς.
Το ΔΝΤ έχει ήδη κάνει εκπτώσεις στον δημοσιονομικό λογαριασμό, περίπου μισό δισ. Τώρα που το ΑΕΠ καταρρέει ξανά; Πάλι το ΔΝΤ φταίει; Πέρα από το ότι, όπως φαίνεται, εάν τελικά υπάρξει συμφωνία, θα υπάρξει και κάποιο είδος οδικού χάρτη για εξομάλυνση, για περαιτέρω εξομάλυνση, της εξυπηρέτησης του χρέους, λόγω της επιδείνωσης των σχετικών δεικτών, από την καταστροφική περίοδο 2015-16.
Οι στόχοι της ένταξης στο QE της ΕΚΤ και της επιστροφή στις αγορές το 2018 είναι ακόμη εφικτοί, αλλά το ζήτημα για εμάς δεν είναι τυπικό, είναι πρωτίστως ουσιαστικό και αφορά το ύψος του επιτοκίου δανεισμού. Τι κι αν μας δανείσει η αγορά με 5% και 5,5%; Προτιμώ τον ευρωπαϊκό μηχανισμό με 1%. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει περίπτωση αύριο να παρακαλούμε να μπούμε σε μνημόνιο, αν συνεχίσει έτσι η «περήφανη» αυτή διαπραγμάτευση. Θυμηθείτε το.
Η Ελλάδα έχει δυνατότητες, αλλά οι επενδύσεις δεν γίνονται σε πολιτικό κενό. Ή πρέπει να αλλάξει μυαλά (και υπουργούς) η κυβέρνηση ή πρέπει να αλλάξει η ίδια η κυβέρνηση με εκλογές.