Τρία χρόνια μετά την εγκαινίασή του, ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Ιζντεμίρ έχασε δικαστικώς την περιβαλλοντική του άδεια, σε μια νίκη για τους Τούρκους, διεθνείς ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Τρία χρόνια μετά την εγκαινίασή του, ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Ιζντεμίρ έχασε δικαστικώς την περιβαλλοντική του άδεια, σε μια νίκη για τους Τούρκους, διεθνείς ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Ο σταθμός με καύση άνθρακα, ισχύος 350 μεγαβάτ, άνοιξε τον Απρίλιο του 2014. Ο δικαστής που εξέδωσε την απόφαση κάνει λόγο για τον αρνητικό περιβαλλοντικό αντίκτυπό του στην αρχαία αιολική πόλη της Κύμης, ένα κοντινό αρχαιολογικό χώρο που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί πλήρως. Τρία άλλα έργα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα στην ίδια περιοχή έχουν αναβληθεί ή ακυρωθεί για παρόμοιους λόγους.
Η δικαστική απόφαση της περασμένης εβδομάδας δεν σημαίνει το τέλος της ιστορίας, καθώς η εταιρεία στην οποία ανήκει ο σταθμός μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης ή να προβεί ξανά σε επίσημη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Η Τουρκία παίρνει περίπου το ένα τέταρτο της ηλεκτρικής της ενέργειας από άνθρακα και η κυβέρνηση στηρίζει την επέκτασή του, ώστε να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας.
Ο επίσημος στόχος είναι παραγωγή 30 γιγαβάτ από άνθρακα ως το 2023, αλλά έχουν ήδη ανακοινωθεί ή ξεκινήσει έργα συνολικής ισχύος 70 γιγαβάτ.
Η Τουρκία διαθέτει περίπου 70 σταθμούς άνθρακα υπό κατασκευή ή στο στάδιο του σχεδιασμού, καθώς και τον τρίτο μεγαλύτερο αγωγό πετρελαίου στον κόσμο μετά την Κίνα και την Ινδία.
Ο υπουργός Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ τόνισε την χρήση των εγχώριων πόρων σε μια πρόσφατη εκδήλωση στην Κωνσταντινούπολη αυτή την εβδομάδα.
Η Τουρκία διαθέτει σημαντικούς πόρους λιγνίτη, τον τύπο του άνθρακα με τις υψηλότερες εκπομπές. Αυτό δεν συνάδει με τις διεθνείς προσπάθειες για τον μετριασμό της επικίνδυνης κλιματικής αλλαγής, καθώς πάνω από το 80% του άνθρακα στον κόσμο πρέπει να μην καεί, ώστε η υπερθέρμανση του πλανήτη να περιοριστεί κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως ορίζει η συμφωνία του Παρισιού.