Απόψεις
Παρασκευή, 24 Φεβρουαρίου 2017 07:00

Το ελβετικό παράδοξο

Στη διάρκεια της καμπάνιας πριν από το δημοψήφισμα των Βρετανών οι πολιτικοί και από τα δύο «στρατόπεδα» περιέγραφαν την κάλπη της 23ης Ιουνίου ως ευκαιρία μίας ζωής, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.

Από την έντυπη έκδοση

Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Στη διάρκεια της καμπάνιας πριν από το δημοψήφισμα των Βρετανών οι πολιτικοί και από τα δύο «στρατόπεδα» περιέγραφαν την κάλπη της 23ης Ιουνίου ως ευκαιρία μίας ζωής.

Στην Ελβετία οι πολίτες έχουν πολύ πιο συχνά τέτοιες ευκαιρίες. Το 2014, για παράδειγμα, οι Ελβετοί κλήθηκαν να απαντήσουν «Ναι» ή «Όχι» σε περισσότερα από δέκα δημοψηφίσματα. Προ ημερών, το 59% των ψηφοφόρων είπε «Όχι» στη μεταρρύθμιση του συστήματος φορολόγησης επιχειρήσεων. Με μέσο συντελεστή 17,8%, το σύστημα καθιστά τη χώρα ελκυστικότερο προορισμό για ξένους επενδυτές σε σύγκριση με χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία ή η Γερμανία.

Το ειδικό καθεστώς επιτρέπει στα καντόνια να φορολογούν χαμηλότερα τις πολυεθνικές απ’ ό,τι τις ελβετικές επιχειρήσεις. Η πρόταση της κυβέρνησης ήταν να καταργήσει μεν το ειδικό καθεστώς, αλλά να προσφέρει φοροελαφρύνσεις για έρευνα και ανάπτυξη. Επιπλέον, τα καντόνια θα καθιέρωναν ενιαίο μειωμένο συντελεστή κοντά στο 15% για όλες τις επιχειρήσεις.

Οι Ελβετοί όμως είπαν «Όχι», φοβούμενοι ότι οι προτεινόμενες αλλαγές θα οδηγούσαν σε τρύπα δημοσίων εσόδων, που θα έπρεπε να επωμιστούν οι φορολογούμενοι. Η Βέρνη χρειάζεται ένα σχέδιο Β, ώστε να μη χαρακτηριστεί φορολογικός «παράδεισος». Θα πρέπει όμως να βρει κι έναν τρόπο να παραμείνει η πιο ανταγωνιστική χώρα στον κόσμο και να μη διώξει μακριά τους μεγάλους κολοσσούς, που απασχολούν περίπου 150.000 εργαζομένους και συνεισφέρουν στα κρατικά ταμεία.

Μια μαζική έξοδος θα ισοδυναμούσε με χαμένα έσοδα άνω των 30 δισ. ελβετικών φράγκων ή 5,6% του ΑΕΠ. Ανάλογο ήταν και το δίλημμα της Ιρλανδίας, όταν ήταν σε μνημόνιο και δεχόταν πιέσεις για αύξηση του φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων. Στο 12,5% είναι απ’ τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Το Δουβλίνο είχε αντισταθεί τότε. Ακόμη και στη διαμάχη με τις Βρυξέλλες στον πόλεμο κατά της φοροαποφυγής μεγάλων πολυεθνικών -όλοι θυμόμαστε την υπόθεση της Apple και την «καμπάνα» των 13 δισ. ευρώ- δεν παραδόθηκε αμαχητί.

Η Ιρλανδία επ’ ουδενί δεν διαπραγματεύεται το εθνικό συμφέρον και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Και ήταν η πρώτη εκ των τεσσάρων που εξήλθε του μνημονίου, ενώ εμείς παραμένουμε ακόμη στα δεσμά του, εμμένοντας στην τακτική της υπερφορολόγησης, «τιμωρώντας» τις επιχειρήσεις, που μεταφέρουν την έδρα τους σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία, όπως η Βουλγαρία.

Όσο για τους Ελβετούς, το μέλλον θα κρίνει εάν έκριναν σωστά ή εάν «αυτοπυροβολήθηκαν», λέγοντας «Όχι» σε μια εποχή που και άλλες οικονομίες διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο της «πίτας» των επενδύσεων.