Ατυχή εξέλιξη χαρακτηρίζει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) την παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ε.Ε., λόγω της μη επιβολής του κανονικού συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο τσίπουρο και την τσικουδιά. Ο ΣΕΑΟΠ ωστόσο συμπληρώνει ότι η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη στρέβλωσης στην αγορά του ονομαζόμενου «τσίπουρου διημέρων».
Ατυχή εξέλιξη χαρακτηρίζει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) την παραπομπή της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ε.Ε., λόγω της μη επιβολής του κανονικού συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο τσίπουρο και την τσικουδιά.
Ο ΣΕΑΟΠ ωστόσο συμπληρώνει ότι η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη στρέβλωσης στην αγορά του ονομαζόμενου «τσίπουρου διημέρων».
Όπως σημειώνει ο ΣΕΑΟΠ, «ο κλάδος της επίσημης αποσταγματοποιίας έχει κατά καιρούς επισημάνει αυτή τη στρέβλωση, την οποία επέτεινε περαιτέρω και η πρόσφατη νομοθετική τροποποίηση του Ν. 2969/2001, υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης εξυγίανσης του σχετικού καθεστώτος, προς την κατεύθυνση της προστασίας του καταναλωτή και την καταπολέμηση του παραεμπορίου».
Κατά τον σύνδεσμο, το ισχύον καθεστώς έχει επιτρέψει σε μία μερίδα επιτηδείων να καταστρατηγούν τη νομοθεσία επιδιδόμενοι σε παράνομες πρακτικές παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία του καταναλωτή αλλά και τα δημόσια έσοδα. Ως αποτέλεσμα, συνεχίζει ο Σύνδεσμος, «ο καταναλωτής, συχνά παραπλανημένος καθώς τα προϊόντα αυτά παρουσιάζονται πάντα ως «αγνά παραδοσιακά», βρίσκεται εκτεθειμένος σε προϊόντα κατώτερης ή αμφίβολης ποιότητας, δυνητικά ακόμα και επικίνδυνα για την υγεία - στα προϊόντα αυτά υπάρχει κίνδυνος να περιέχονται μολυντές ή πλαστικοποιητές (καρκινογόνες ουσίες) που δρουν σε βάθος χρόνου και που ο καταναλωτής δεν μπορεί άμεσα να αντιληφθεί».
«Δεδομένης δε της διασποράς του φαινομένου, ο έλεγχος από την πλευρά της Πολιτείας καθίσταται πρακτικά αδύνατος. Απόδειξη των παραπάνω είναι πως έχουμε επανειλημμένα κρούσματα λαθραία εισαγομένων ποσοτήτων αλκοόλης από όμορες χώρες που βαφτίζονται ως χύμα τσίπουρο ή τσικουδιά και διοχετεύονται μέσα από το υπάρχον καθεστώς. Σύμφωνα με «Πόρισμα Ευκαιριακής Επιτροπής του Υπ. Οικονομικών» στα 5 ποτήρια χύμα τσίπουρου που καταναλώνονται τα 4 έχουν παραχθεί λαθραία», προσθέτει ο ΣΕΑΟΠ.
Ο Σύνδεσμος τονίζει πως υποστηρίζει «με πάθος την ελληνική παράδοση και τον Έλληνα καταναλωτή δηλώνοντας ότι η παραγωγή τσίπουρου από αμπελουργούς-διήμερους αποσταγματοποιούς για ιδία χρήση, αποτελεί μια κατεξοχήν ελληνική παράδοση, χαρακτηρίζει τον τόπο μας και οφείλει να παραμείνει έτσι όπως έχει διατηρηθεί αναλλοίωτη, στο πέρασμα του χρόνου».
Συμπληρώνει ωστόσο ότι στην περίπτωση της εμπορίας του τσίπουρου/τσικουδιάς, αυτή οφείλει να γίνεται με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους επίσημους παραγωγούς τσίπουρου, δηλαδή να υπάρχει σχετική άδεια αποσταγματοποιού, ίδιος έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας και των α΄ υλών, ίδια φορολογία κ.λπ. ώστε το προϊόν που διακινείται στο εμπόριο να είναι επίσημο, τυποποιημένο βάσει των όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για όλα τα αλκοολούχα.
Αναφορικά με τη φορολόγηση του εμφιαλωμένου τσίπουρου, ο ΣΕΑΟΠ δηλώνει πως συντάσσεται με τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την οποία η ισχύς του μειωμένου κατά 50% ΕΦΚ για το εμφιαλωμένο τσίπουρο, όπως και για το ούζο ως παραδοσιακά αποστάγματα, είναι απολύτως νόμιμη και συμβατή με την ενωσιακή νομοθεσία, καθώς αυτά απολαμβάνουν Ευρωπαϊκής προστασίας των γεωγραφικών τους ενδείξεων (στη βάση του Κανονισμού (ΕΚ) 110/2008).
«Ο κλάδος εδώ και πολλά έτη επισημαίνει την ανάγκη εξορθολογισμού του καθεστώτος των διήμερων αποσταγματοποιών και της διακίνησης και εμπορίας των προϊόντων τους. Δυστυχώς οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις της πολιτείας δεν άγγιξαν το πρόβλημα αντίθετα το άφησαν να γιγαντωθεί, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε σήμερα την παραπομπή της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ελπίζουμε πως η Πολιτεία θα δει ξανά το θέμα και θα πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις ώστε να αποφευχθούν περιπέτειες και επιβαρύνσεις που στο τέλος, όλοι γνωρίζουμε πως θα κληθεί να πληρώσει ο Έλληνας Πολίτης», καταλήγει ο ΣΕΑΟΠ.