Ερώτηση στη Βουλή σχετικά με τα περί διορισμού πρώην στελεχών διοίκησης του ΑΔΜΗΕ ως ειδικών συμβούλων του Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ κατέθεσε ο ανεξάρτητος βουλευτής Χάρης Θεοχάρης προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ερώτηση στη Βουλή σχετικά με τα περί διορισμού πρώην στελεχών διοίκησης του ΑΔΜΗΕ ως ειδικών συμβούλων του Διευθύνοντος Συμβούλου της ΔΕΗ κατέθεσε ο ανεξάρτητος βουλευτής Χάρης Θεοχάρης προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ο κ. Θεοχάρης επικαλείται συγκεκριμένα δημοσιεύματα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο που «επανέρχονται στην προκλητική υπόθεση των αυξήσεων των αμοιβών του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου του ΑΔΜΗΕ» και τα οποία αναφέρουν ότι «μετά την απομάκρυνσή τους από τις διοικητικές τους θέσεις τα εν λόγω στελέχη προσλήφθηκαν ως ειδικοί σύμβουλοι υπαγόμενοι στον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΔΕΗ».
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα που επικαλείται ο βουλευτής, οι αμοιβές για τις εν λόγω θέσεις κυμαίνονται σε 7.000 ευρώ. Αυτό κατέστη δυνατό, όπως σημειώνει ο κ. Θεοχάρης, μέσω της επικαιροποίησης του κανονισμού λειτουργίας της ΔΕΗ στις 09/01/2017, όπου προβλέπεται πως «Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ και των θυγατρικών της που έληξε η θητεία του ή ανακλήθηκαν τα καθήκοντα του, εκτός από την περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης, απασχολείται στην επιχείρηση ως ειδικός σύμβουλος, υπαγόμενος άμεσα στον Διευθύνων Σύμβουλο της ΔΕΗ και λαμβάνει αμοιβή».
«Αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση το γεγονός πως τα στελέχη τα οποία πριμοδότησαν τους εαυτούς τους με 20.000 ευρώ μηνιαίους μισθούς και 250.000 ευρώ αναδρομικά, εκμεταλλευόμενοι το νόμο 4354/2015 για κατάργηση του πλαφόν στις αποδοχές των στελεχών των ΔΕΚΟ, ανταμείβονται αμέσως μετά από την απομάκρυνσή τους με πρόσληψη ως ειδικοί σύμβουλοι» αναφέρει ο βουλευτής στην ερώτησή του.
Επισημαίνει τέλος πως «σε μια περίοδο που τα οικονομικά προβλήματα της ΔΕΗ έχουν γιγαντωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η εταιρεία να έχει μετατραπεί σε παράγοντα συστημικού κινδύνου για την εθνική οικονομία, οι προκλήσεις, οι σπατάλες και η μη επαγγελματική συμπεριφορά των διοικούντων της δημιουργούν εύλογα ερωτήματα όσον αφορά τη δυνατότητά αποτελεσματικής διαχείρισης των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει ο όμιλος».