Η οικονομική κρίση συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία για έβδομη συνεχή χρονιά με αποτέλεσμα την αφαίμαξη των ελληνικών νοικοκυριών. Και όλα αυτά συμβαίνουν διότι δεν υπάρχει η κατάλληλη πολιτική βούληση για μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει την αρνητική πλευρά της κρίσης με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν κατάλαβαν τις πραγματικές αιτίες της, γράφει ο Παναγιώτης Σφαέλος.
Του Παναγιώτη Σφαέλου *
Η οικονομική κρίση συνεχίζει να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία για έβδομη συνεχή χρονιά με αποτέλεσμα την αφαίμαξη των ελληνικών νοικοκυριών. Και όλα αυτά συμβαίνουν διότι δεν υπάρχει η κατάλληλη πολιτική βούληση για μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει την αρνητική πλευρά της κρίσης με ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων που δεν κατάλαβαν τις πραγματικές αιτίες της. Η ελληνική κρίση δεν είναι μόνο δημοσιονομική αλλά, κυρίως, πολιτική. Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις που πέρασαν δεν μπόρεσαν να επεξεργαστούν ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση που θα εδραιώνει την θέση μας στην ευρωζώνη.
Η ελληνική οικονομία είναι μέρος του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης και της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και πρέπει να λειτουργεί ανταγωνιστικά. Αλλιώς, δεν έχει ελπίδες ανάπτυξης και ευημερίας. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία παρέχει όλα τα εργαλεία για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας. Η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών ευνοεί την ελληνική παραγωγή να αναπτυχθεί αρκεί τα προϊόντα μας να καταστούν ανταγωνιστικά. Πρέπει να μάθουμε να λειτουργούμε με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα εμπορίου.
Δυστυχώς όμως, αντί να επικεντρωθούμε στην ανάπτυξη της οικονομίας μας με ριζικές μεταρρυθμίσεις σε ένα αυστηρά ευρωπαϊκό πλαίσιο, αναλωνόμαστε σε μια ανεδαφική προσπάθεια απομείωσης ή διαγραφής μέρους του χρέους. Η μόνη ρεαλιστική προοπτική είναι μια επιμήκυνση αποπληρωμής. Ο ESM έχει προτείνει μέτρα για επιμήκυνση των λήξεων σε ορισμένα δάνεια του EFSF/ESM και «κλείδωμα» των επιτοκίων σε ορισμένα από τα δάνεια που έχει λάβει η χώρα για να προστατευθεί από μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία αποφασίσθηκαν στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου, θα οδηγήσουν σε μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 21.8 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι το 2060. Αυτή είναι μια πολύ μικρή ελάφρυνση χρέους πολύ μακριά στο μέλλον για να έχει κάποια ουσία. Περαιτέρω, τα όποια μέτρα ρύθμισης του χρέους βρίσκονται στον αέρα καθώς με τις πρόσφατες παροχές τη κυβέρνησης, η αξιολόγηση δεν θα κλείσει εύκολα.
Συνεπώς, το φλέγον ζήτημα είναι οι μεταρρυθμίσεις και όχι τόσο η ρύθμιση του χρέους. Και αυτό γιατί αν η Ελλάδα αρχίσει πάλι να παράγει και αυξήσει το ΑΕΠ της το χρέος γίνεται αυτομάτως διαχειρίσιμο. Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί. Τι κάνει λοιπόν η κυβέρνηση για τις μεταρρυθμίσεις; Απλώς τις ψηφίζει και δεν τις εφαρμόζει. Δεν αρκεί να ψηφίζουμε τα νομοσχέδια στην Βουλή αλλά πρέπει να τα εφαρμόζουμε και στην πράξη. Ο Πρωθυπουργός ροκάνισε πολύτιμο πολιτικό χρόνο το 2015 με την διαπραγμάτευση του Βαρουφάκη, η οποία όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς αλλά οδήγησε και στα capital controls θέτοντας σε κίνδυνο την θέση της χώρας στην ευρωζώνη. Η Ε.Ε. δεν υποχώρησε όπως έλεγε ο κ. Τσίπρας. Οπότε, μετά από ένα ασαφές δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας τα υπέγραψε όλα και είδε την ωμή πραγματικότητα. Οι «αυταπάτες» του τελείωσαν τον Ιούλιο του 2015. Μετά έγιναν εκλογές κυρίως για να μπορέσει ο κ. Τσίπρας να αποβάλλει από το κόμμα του τους «δραχμιστές». Ο λαϊκισμός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο την ελληνικό λαό που βλέπει να συρρικνώνεται δραματικά το εισόδημα του και να μένει εν γένει απαθής καθώς δεν βλέπει πλέον ελπίδα πουθενά.
Εν γένει, η πολιτική που έχουν ακολουθήσει οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών δεν ευνοεί την ανάπτυξη αφού εξαντλείται στην υπερφορολόγηση των φυσικών και νομικών προσώπων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερη ύφεση στην πραγματική οικονομία. Για να βγει μια χώρα από αυτόν τον φαύλο κύκλο της ύφεσης πρέπει να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για την προσέλκυση νέων επενδύσεων στην χώρα.
Η έξοδος από το μνημόνιο εντός της ευρωζώνης απαιτεί βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις. Αν το 2004 είχαν ξεκινήσει μεταρρυθμίσεις και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, η κρίση θα μας άφηνε σχεδόν αλώβητους. Ακόμα και το 2009 αν υπήρχε η στοιχειώδης συναίνεση θα προλαβαίναμε τα μνημόνια. Η χώρα έχει ανάγκη μεταρρυθμίσεις για να γίνει ανταγωνιστική. Άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, απελευθέρωση αγορών και λειτουργία του ανταγωνισμού. Αντί να περικοπούν οι κρατικές σπατάλες, αυτές διογκώθηκαν με την δημιουργία νέων υπουργείων και γραμματειών. Στην πράξη δεν βλέπουμε πρόοδο με αποτέλεσμα και οι εταίροι μας να μην μας εμπιστεύονται πια ότι θα αλλάξουμε νοοτροπία. Είναι απαραίτητο οι πολιτικοί μας να πιστεύουν στην Ευρώπη στην πράξη όχι στα λόγια και να μην κάνουν τις μεταρρυθμίσεις ως αγγαρεία. Πρέπει λοιπόν να συμφωνήσουμε όλοι σε μια νέα ατζέντα μεταρρυθμίσεων που θα προωθεί την υγιή επιχειρηματικότητα και θα δίνει κίνητρα στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους επιχειρηματίες να επενδύσουν στη δουλειά τους.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να υπάρξει μια ευρύτερη συναίνεση στην πολιτική σκηνή όπως συνέβη στην Κύπρο. Η Κύπρος βγήκε από το μνημόνιο διότι συμφώνησαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ότι πρέπει να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις του μνημονίου γρήγορα και άμεσα. Περιέκοψαν τις σπατάλες των δημοσίων οργανισμών, εκσυγχρόνισαν τις υποδομές και με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές προσέλκυσαν επενδύσεις. Ακόμα και ελληνικές εταιρείες μεταφέρουν την έδρα τους στην Κύπρο για να επιβιώσουν.
Δυστυχώς, οι μαγικές λύσεις για την οικονομία που υπόσχονται τα δύο μεγάλα κόμματα πριν από τις εκλογές δεν υπάρχουν και αυτό έχει γίνει πλέον κατανοητό από όλους. Η πλειοδοσία ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων έχουν εγκλωβίσει την χώρα σε μια ατέρμονη κρίση η οποία τελικά δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κατεξοχήν πολιτική. Ακόμα και τώρα, η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται πράγματα που ξέρει ότι δεν μπορούν να γίνουν. Το γεγονός ότι οι πολιτικές δυνάμεις μεταλλάσσονται από μνημονιακές σε αντιμνημονιακές και το αντίστροφο ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση είναι ενδεικτικό της έλλειψης σοβαρότητας στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Η δυνατότητα συγκρότησης κυβερνήσεων ευρύτερης συναίνεσης ευνοείται και από την ψήφιση της απλής αναλογικής. Μόνο οι κυβερνήσεις ευρύτερης πλειοψηφίας μπορούν να προχωρήσουν σε βαθιές τομές που θα κάνουν την χώρα πραγματικά ανταγωνιστική στην ενιαία αγορά.
Συγκεκριμένες δράσεις για έξοδο από την κρίση εντός ευρωζώνης
1. Επενδύσεις
Ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα είναι απαραίτητο για την προσέλκυση επενδύσεων. Ποιος θα επενδύσει σε μια χώρα που αλλάζει τα φορολογικό της καθεστώς κάθε τρεις και λίγο; Επίσης, πρέπει να μειωθεί η γραφειοκρατία ώστε να είμαστε φιλικοί στον επενδυτή. Υπάρχουν βέλτιστες πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών κρατών που μπορούμε να ακολουθήσουμε ώστε να αποκτήσουμε μια αποτελεσματική διοίκηση και σε αυτό μπορεί να μας βοηθήσει η νέα τεχνολογία. Οι εμπορικές συναλλαγές θα πρέπει να γίνονται ηλεκτρονικά για εξοικονόμηση χρόνου. Το πιο σημαντικό όλων όμως είναι η μείωση φορολογικών συντελεστών για ξένες εταιρείες που θέλουν να μεταφέρουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Διαφορετικά, θα πηγαίνουν στην Κύπρο ή την Βουλγαρία.
2. Παιδεία
Η επένδυση στην παιδεία και την εκπαίδευση είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας. Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες και στην τεχνολογική έρευνα. Δεν νοείται ευρωπαϊκή χώρα χωρίς να έχει ο κάθε μαθητής τον δικό του υπολογιστή. Επίσης, η χρήση του e-book θα ήταν μια σημαντική καινοτομία καθώς θα μειωνόταν το κόστος παραγωγής βιβλίων. Οι νέοι άνθρωποι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αναπτύξουν τα ταλέντα τους αντί να μπαίνουν σε σχολές που δεν επιθυμούν. Πρέπει να υπάρξει μια συνολική μεταρρύθμιση στην παιδεία ώστε να έχουμε ένα σταθερό εκπαιδευτικό σύστημα και να μην ταλαιπωρούνται οι μαθητές με τις συνεχείς αλλαγές. Τέλος, θα πρέπει να καταστήσουμε την χώρα πόλο έλξης για ξένους φοιτητές.
3. Τουρισμός και πολιτισμός
Ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Πρέπει όμως να καταστούμε ανταγωνιστικοί στον τομέα αυτό παρέχοντας τουριστικές υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Η ύπαρξη εξαιρετικών προορισμών διακοπών δεν αρκεί πρέπει να τους προβάλουμε κιόλας. Επίσης, πρέπει να βελτιωθούν οι υποδομές των νησιών μας. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια έχουν βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό αλλά πρέπει να υπάρχει αύξηση της απορρόφησης κονδυλίων. Χρειαζόμαστε επένδυση στις τουριστικές σπουδές. Έχουμε εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό που πρέπει να εκπαιδεύεται συνέχεια. Επίσης, οι διαδικασίες έκδοσης θεώρησης (visa) πρέπει να γίνουν συντομότερες και λιγότερο γραφειοκρατικές ώστε να προτιμούν την Ελλάδα οι τουρίστες.
Ο τουρισμός πρέπει να συνδυάζεται με τον πλούσιο πολιτισμό μας. Ο ελληνικός πολιτισμός είναι οικουμενικός και πρέπει να τον διαδίδουμε παντού προβάλλοντας την χώρα. Όπως είπε ο Πρόεδρος Όμπάμα κατά την επίσκεψη του στην Ακρόπολη: «Εδώ στην Aθήνα άρχισαν να αναπτύσσονται οι περισσότερες από τις ιδέες μας για την δημοκρατία, την ιδιότητα του πολίτη και το κράτος δικαίου». Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που μίλησε για διάκριση των εξουσιών και επηρέασε τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Ταξιδεύοντας λοιπόν στην Ελλάδα, ο τουρίστας κάνει ταξίδι στην ιστορία.
Απαιτείται λοιπόν επιθετική πολιτιστική διπλωματία για να καταστήσουμε την χώρα πόλο έλξης. Άλλες χώρες εξάγουν υλικά αγαθά, εμείς όμως πρέπει να εξάγουμε πνευματικά αγαθά, πολιτισμό, αρχαία και βυζαντινά μνημεία. Πρέπει να επικεντρωθούμε ιδιαίτερα στον πολιτιστικό και θρησκευτικό τουρισμό όπου η Ελλάδα έχει να προσφέρει πολλά στον επισκέπτη. Ο στόχος μας πρέπει να είναι η προέλκυση ποιοτικού τουρισμού με ενδιαφέρον στην ιστορία της Ελλάδας.
Συνολικά, η Ελλάδα έχει όλες τις δυνατότητες ανάπτυξης αρκεί να το θελήσουμε. Αυτό που λείπει από την ηγεσία είναι το όραμα. Να φύγουμε από την μιζέρια και να πιστέψουμε σε μια ευρωπαϊκή σύγχρονη Ελλάδα που δεν ζει παρασιτικά με δανεικά. Οι ομογενείς μας έχουν διαπρέψει σε χώρες με ισχυρή οικονομία και αποτελεσματικό κράτος όπου το επιχειρείν δεν ποινικοποιείται αλλά αντίθετα ενθαρρύνεται από το νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Οι Έλληνες μπορούμε να τα καταφέρουμε αν πιστέψουμε στον εαυτό μας. Στο χέρι όλων μας είναι να μην δούμε την κρίση ως εφιάλτη αλλά ως μια ευκαιρία και μια πρόκληση για να διορθώσουμε τις παθογένειες της χώρας μας.
*Ο Παναγιώτης Σφαέλος είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Kent, Νομικός, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος