Το 2009 o Nικολά Σαρκοζί κάλεσε τους πολίτες να απαντήσουν στο ερώτημα: «Τι σημαίνει να είσαι Γάλλος;». Ακολούθησε πολύμηνη συζήτηση για την εθνική ταυτότητα, τις γαλλικές αξίες και ιδεώδη, αλλά και για το εάν τέτοια ερωτήματα αποκαλύπτουν τις συνεκτικές ουσίες ή φωτίζουν τις πηγές διχασμού. Οκτώ χρόνια μετά η συζήτηση βρίσκεται στο επίκεντρο της γαλλικής προεκλογικής εκστρατείας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το 2009 o Nικολά Σαρκοζί κάλεσε τους πολίτες να απαντήσουν στο ερώτημα: «Τι σημαίνει να είσαι Γάλλος;». Ακολούθησε πολύμηνη συζήτηση για την εθνική ταυτότητα, τις γαλλικές αξίες και ιδεώδη, αλλά και για το εάν τέτοια ερωτήματα αποκαλύπτουν τις συνεκτικές ουσίες ή φωτίζουν τις πηγές διχασμού. Οκτώ χρόνια μετά η συζήτηση βρίσκεται στο επίκεντρο της γαλλικής προεκλογικής εκστρατείας.
Στη χώρα μας, το αντίστοιχο ερώτημα τίθεται σε κάθε εθνική επέτειο, με αφορμή σημαιοφόρους μαθητές ξένης καταγωγής. Και κάθε χρόνο ξεσπάει πόλεμος για τη ρήση του Ισοκράτη «και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Institute έδειξε πως όλοι οι Ευρωπαίοι προσδιορίζουν ως πρωταρχικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας τη γλώσσα, ενώ δίνουν σημασία και στις αξίες. Για τους Έλληνες η «παιδεία» δεν αρκεί. Σε ποσοστό άνω του 50% θεωρούν σημαντικό το να έχει γεννηθεί κάποιος στη χώρα και να είναι χριστιανός. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απαντήσεις, το ερώτημα «ποιοι είμαστε» απασχολεί όλους τους Ευρωπαίους.
Η ανάγκη να το απαντήσουμε δεν ήταν τόσο έντονη πριν από δύο δεκαετίες. Η εθνική ταυτότητα ήταν κάτι εν πολλοίς δεδομένο. Και η σχέση μας μαζί της θύμιζε εκείνη του Άγιου Αυγουστίνου με τον χρόνο. Αισθανόμασταν πως ξέρουμε τι είναι, ακόμη και εάν δεν μπορούσαμε να την ορίσουμε.
Η παγκοσμιοποίηση, το άνοιγμα των συνόρων, η μετανάστευση άλλαξαν τα δεδομένα. Έφεραν στη ζωή μας έννοιες όπως η πολυπολιτισμικότητα ή ο κοσμοπολιτισμός, αποκάλυψαν τον πλούτο της διαφορετικότητας, αλλά και έθεσαν εκ νέου το ερώτημα της ταυτότητας, δημιούργησαν το δίπολο «εμείς και άλλοι».
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι κάτι στατικό, εξελίσσονται μαζί με τις κοινωνίες. Και η έλευση νέων στοιχείων δεν σβήνει απαραίτητα τα παλιά, αλλά και τα εμπλουτίζει.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι φωνές υπερεθνικιστών, που ανακάλυψαν εχθρούς και «απειλές» για το έθνος, εντάθηκαν. Ίσως γιατί τα μετριοπαθή κόμματα απέτυχαν να αντιληφθούν πως όσο και εάν ανοίγουν οι κοινωνίες, τα μυαλά, οι ορίζοντες, όσο και εάν λειτουργούμε στο πλαίσιο υπερεθνικών οργανισμών, η ανάγκη του συνανήκειν σε ένα έθνος παραμένει. Το ίδιο και η ανάγκη αξιών, οι οποίες οικοδομούν μια συμβολική τάξη για τη συλλογική και ατομική ταυτότητα. Όταν απορρίπτεις την ανάγκη αυτή, αφήνεις χώρο στα άκρα να την καλύψουν.