Η παραμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κατάσταση κρίσιμη για τη συνέχιση της ζωής αλλάζει τον τρόπο σκέψης κάθε ανθρώπου. Όταν η πολύχρονη κρίση αφορά μια κοινωνία, τα πράγματα χειροτερεύουν. Έπειτα από οκτώ χρόνια είναι πια κοινή αντίληψη ότι η χώρα πρέπει να πληρώνει δισ. ευρώ για τα χρέη που συσσώρευε επί δεκαετίες, γράφει ο Κώστας Ιωαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Ιωαννίδη
[email protected]
Η παραμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κατάσταση κρίσιμη για τη συνέχιση της ζωής αλλάζει τον τρόπο σκέψης κάθε ανθρώπου. Όταν η πολύχρονη κρίση αφορά μια κοινωνία, τα πράγματα χειροτερεύουν. Έπειτα από οκτώ χρόνια είναι πια κοινή αντίληψη ότι η χώρα πρέπει να πληρώνει δισ. ευρώ για τα χρέη που συσσώρευε επί δεκαετίες.
Ζούμε υπό την πίεση του ότι χρωστάμε ως κράτος και ο καθένας χρωστά στο κράτος. «Δικαιολογημένα» το ενδιαφέρον εστιάστηκε στις… αξιολογήσεις. Γιατί ενώ σπανίως μνημονεύεται, μετά την επιτυχή αξιολόγηση, έρχεται η ανακούφιση από την… είσπραξη της δόσης. Αφού χωρίς ροή δανεικών με χαμηλό επιτόκιο, η οικονομία θα γκρεμιστεί σε άγνωστου βάθους χαράδρα.
Η καθυστέρηση στην επιτυχή ολοκλήρωση των αξιολογήσεων είναι σύνηθες φαινόμενο, για όλες τις κυβερνήσεις, στα χρόνια της ελεγχόμενης πτώχευσης της Ελλάδας. Τα αίτια είναι ίδια και σχετικά με τη μελλοντική εκλογική ισχύ όσων χρειάζεται να νομοθετήσουν.
Η άρνηση των πολιτικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν μαζί την πρόκληση της εξόδου από τη χρεοκοπία, επιτρέπει στο οποιοδήποτε κόμμα να ελπίζει ότι θα ξεγελάσει τους ζαλισμένους από τη φτωχοποίηση πολίτες. Όποιοι στηρίζουν την επιθυμία τους να κατακτήσουν την εξουσία στην ελπίδα των απελπισμένων, ουσιαστικά αδιαφορούν για κάθε εξέλιξη στον πλανήτη.
Τα ύστατα στηρίγματά μας, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, αντιμετωπίζουν τεράστιων διαστάσεων προκλήσεις. Η Ρωσία και οι ΗΠΑ πιέζουν με στόχο τη διάλυση. Από τον Νότο η πίεση έρχεται με τη μορφή μεταναστών που αντιλαμβανόμαστε όλο και περισσότερο.
Οι ευρωπαϊστές πιστεύουν ότι η απάντηση και η καλύτερη άμυνα είναι η μετάβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Παραδέχονται ότι, με τη μορφή που έχει τώρα η Ε.Ε., στις απαιτήσεις των κοινωνιών της απαντά με τρόπο που μόνιμα χαρακτηρίζεται «too little too late».
Η απαίτηση της ομοφωνίας για λήψη των αποφάσεων τις καθιστά διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις κατά την εφαρμογή τους και ανεπαρκείς. Ωστόσο, θεωρούν ουτοπικό, σε καθεστώς ακραίας έντασης του παγκόσμιου ανταγωνισμού, να αποτελεί η περιχαράκωση σε έθνη την καλύτερη λύση.
Η Ευρώπη, σε «εκλογική» χρονιά, δοκιμάζεται επίσης από το διαζύγιο με τη Βρετανία. Θα κληθεί να καθορίσει τις απαιτήσεις της (ύψους 50 δισ. ευρώ) από χιλιάδες συμφωνίες με οικονομικό περιεχόμενο. Όλα αυτά τα γνωρίζει η -λάτρις της καθυστέρησης ως διαπραγματευτικό όπλο- κυβέρνηση.
Δεν προωθούνται ωστόσο στο δημόσιο διάλογο. Από την ισχυροποίηση της Ε.Ε., όμως, που πολλοί όταν στριμώχνονται της φορτώνουν τα βάσανα της κοινωνίας, εξαρτάται το μέλλον μας.