Οι πρώτες ημέρες της προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ φέρνουν την Ευρώπη αντιμέτωπη με το ερώτημα: «Μπορεί να φανταστεί το μέλλον σε μια ανταγωνιστική σχέση με την πλανητική υπερδύναμη;». Εξήντα χρόνια μετά την Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ των «Έξι», αυτό που αρθρώθηκε ως ένα σχέδιο ενοποίησης της ηπείρου απειλείται με κατάρρευση, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Οι πρώτες ημέρες της προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ φέρνουν την Ευρώπη αντιμέτωπη με το ερώτημα: «Μπορεί να φανταστεί το μέλλον σε μια ανταγωνιστική σχέση με την πλανητική υπερδύναμη;». Εξήντα χρόνια μετά την Ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ των «Έξι», αυτό που αρθρώθηκε ως ένα σχέδιο ενοποίησης της ηπείρου απειλείται με κατάρρευση. Η Ευρώπη δεν κινδυνεύει να γίνει και πάλι θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, με παγκόσμιες διαστάσεις.
Η εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και των ανταγωνισμών τους τελείωσε στα ερείπια του καθημαγμένου Βερολίνου, τον Μάιο του 1945. Και μόνον η εκδήλωση καθυστερημένων εθνικισμών στην περιφέρειά της μπορεί να διαταράξει, σε περιορισμένη κλίμακα, το καθεστώς ειρήνης των τελευταίων 70 ετών. Όχι, η ειρήνη δεν απειλείται στην Ευρώπη και ο μόνος πραγματικός και υπαρκτός κίνδυνος είναι να βυθιστεί σε μια μακρά, αργόσυρτη διαδικασία υποβάθμισης και φθοράς. Να κυριαρχήσει η αυταπάτη της επιστροφής στην «ασφάλεια» του έθνους-κράτους ή στην επιλογή μιας «Ευρώπης πολλών ταχυτήτων», που δεν είναι παρά ο ευφημισμός μιας κατακερματισμένης Ευρώπης, με αμελητέο βάρος και κύρος σε πλανητικό επίπεδο. Εάν η διοίκηση Τραμπ εννοεί όσα λέει για την Ε.Ε. -και ήδη οι επιθέσεις κατά της Γερμανίας πείθουν γι’ αυτό-, τότε είναι φανερό πως η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με εκείνα τα ερωτήματα στα οποία όφειλε να απαντήσει την επομένη της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, στις 9-11-1989. Τι θέλει να είναι; Έχει φιλοδοξίες πλανητικής παρουσίας και ποια θέση θέλει να διεκδικήσει; Πώς θα οργανωθεί για να ικανοποιήσει αυτές τις φιλοδοξίες της; Ποιος και πώς θα αποφασίζει; Πώς θα κατανεμηθούν τα βάρη;
Σ’ αυτά και παρόμοια ερωτήματα δεν απαντά η κενού περιεχομένου ρητορική, για «περισσότερη Ευρώπη», όταν δεν αποτυπώνεται σε συγκεκριμένο σχέδιο και πρόγραμμα. Πριν αρχίσει να σαρώνεται από την εκδήλωση φυγόκεντρων τάσεων, η Ευρώπη καλείται να απαντήσει εάν μπορεί να οργανωθεί με τρόπο που θα ενισχύει την ενοποίησή της. Το εγχείρημα είναι δύσκολο. Πολύ περισσότερο, που πρέπει να αναληφθεί σε μια περίοδο βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης, η οποία δοκιμάζει ένα μοντέλο που υποσχόταν ημέρες διαρκούς ευημερίας. Η αποστολή αυτή φαίνεται να υπερβαίνει «την άνευ προηγουμένου δημιουργική και διανοητική μετριότητα», που καταλογίζει ο Ραφαέλε Σιμόνε στις ευρωπαϊκές ηγεσίες, αλλά κάποιοι θα πρέπει να την αναλάβουν και να τη διεκπεραιώσουν. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ευρώπη ας ετοιμαστεί να γίνει πεδίο και λεία του ανταγωνισμού των τριών δυνάμεων -ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας- που διατηρούν πλανητικές φιλοδοξίες και δυνατότητες, βλέποντας τα κράτη-μέλη της σημερινής Ε.Ε να αναζητούν εναγωνίως προστάτη.