Ποιος φοβάται τον πληθωρισμό; Πρόκειται για κίνδυνο ρεαλιστικό ή αμελητέο; Εδώ και οκτώ χρόνια η Γερμανία, μία χώρα 83 εκατομμυρίων κατοίκων, αποτελούσε την «ατμομηχανή» της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Τώρα έχει αποκτήσει μία άλλη πρωτιά, καθοδηγεί την αναθέρμανση του πληθωρισμού, με τις αυξήσεις των τιμών να ξεπερνούν το 2% και με τη δυσαρέσκειά της απέναντι στις πολιτικές της ΕΚΤ να έχει μετατραπεί σε «κραυγή», γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Ποιος φοβάται τον πληθωρισμό; Πρόκειται για κίνδυνο ρεαλιστικό ή αμελητέο; Εδώ και οκτώ χρόνια η Γερμανία, μία χώρα 83 εκατομμυρίων κατοίκων, αποτελούσε την «ατμομηχανή» της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης. Τώρα έχει αποκτήσει μία άλλη πρωτιά, καθοδηγεί την αναθέρμανση του πληθωρισμού, με τις αυξήσεις των τιμών να ξεπερνούν το 2% και με τη δυσαρέσκειά της απέναντι στις πολιτικές της ΕΚΤ να έχει μετατραπεί σε «κραυγή».
Κορυφαίοι Γερμανοί διαμορφωτές πολιτικής, από τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έως τον διοικητή της Μπούντεσμπανκ Γιενς Βάιντμαν, επικρίνουν δριμύτατα τη νομισματική στάση της ΕΚΤ, η οποία δεν στηρίζει μόνο τη Γερμανία αλλά όλες τις χώρες-μέλη του ευρώ. Ο κ. Σόιμπλε έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός θα μπορούσε να πυροδοτήσει «πολιτικά προβλήματα» και Γερμανοί μέλη του διοικητικού και εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ ζητούν από τους συναδέλφους τους να σχεδιάσουν μία στρατηγική εξόδου από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Ο πληθωρισμός στη Γερμανία γνώρισε τον Δεκέμβριο του 2016 τη μεγαλύτερη άνοδο μέχρι σήμερα, της τάξης του 1,7%, τη στιγμή που στις υπόλοιπες χώρες του ευρώ διπλασιάστηκε στο 1,1%, γεγονός που ώθησε τον γερμανικό Τύπο να ζητήσει αύξηση των επιτοκίων «εδώ και τώρα». Από πού πηγάζει όμως αυτός ο φόβος των Γερμανών για τον πληθωρισμό; «Είναι απλό, δεν θέλουν να ζήσουν για τρίτη φορά αυτό που υπέστησαν πριν από 100 χρόνια, όταν η περιουσία τους εξανεμίστηκε μέσα σε ένα βράδυ στην οικονομική κρίση του 1923. Για να το ζήσουν και πάλι 25 χρόνια αργότερα, όταν αποφασίστηκε η νομισματική μεταρρύθμιση μετά την ήττα της Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο «Economist».
Αναμφισβήτητα, η ταχύτερη ανάπτυξη συνεπάγεται και υψηλότερο πληθωρισμό. Η παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας είναι σε πλήρη δυναμική και αυτό συνεπάγεται υψηλότερες τιμές συγκριτικά με τα χαμηλά επίπεδα του ευρωπαϊκού Νότου. Είναι λοιπόν μαθηματική εξίσωση το γεγονός ότι, ακόμη και εάν η ΕΚΤ φτάσει τον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, ορισμένες χώρες θα έχουν χαμηλότερο ποσοστό και κάποιες άλλες υψηλότερο.