Είναι παράλογο να ζητούν μέτρα για μετά το 2018 (...), όμως στο θέμα του χρέους απομείωση δεν πετύχαμε, ανάπτυξη μέσω νέων επενδύσεων δεν επετεύχθη, οι παλιές επενδύσεις προχωρούν εξαιρετικά αργά» σχολίασε ο αναπληρωτής τομεάρχης της Ν.Δ. για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης στο «Πρακτορείο 104,9Fm», γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Είναι παράλογο να ζητούν μέτρα για μετά το 2018 (...), όμως στο θέμα του χρέους απομείωση δεν πετύχαμε, ανάπτυξη μέσω νέων επενδύσεων δεν επετεύχθη, οι παλιές επενδύσεις προχωρούν εξαιρετικά αργά» σχολίασε ο αναπληρωτής τομεάρχης της Ν.Δ. για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης στο «Πρακτορείο 104,9Fm».
«Παράλογο να ζητούν μέτρα για μετά το 2018» μπορεί να είναι, αλλά εδώ είμαστε και αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Οι θεσμοί απαιτούν τη νομοθέτηση μέτρων που θα ισχύουν μετά τη λήξη του προγράμματος και επιμένουν στην παραμονή του ΔΝΤ, ενώ το Ταμείο εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Αν η Αθήνα πάρει μέτρα και κάνει την καρδιά της πέτρα, η αξιολόγηση θα κλείσει στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Μετά η Ευρώπη θα τρέχει από κάλπη σε κάλπη και πού διάθεση για την ελληνική αγάπη.
Η κατάσταση έχει καφκικά στοιχεία. Όλο αυτό δεν είναι σταυρόλεξο ούτε καν γόρδιος δεσμός, είναι μηχανισμός. Δεν συμβαίνει επειδή δεν υπολογίστηκαν καλά κάποιες παράμετροι στον σχεδιασμό του. Συμβαίνει ακριβώς επειδή ο μηχανισμός σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί έτσι.
Εκείνο που εντυπωσιάζει, πάντως, είναι η a la carte επίκληση της ανάγκης ορισμού. Να οριστούν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος η μία πλευρά, να οριστούν και να νομοθετηθούν τα μέτρα για μετά το 2018 η άλλη.
Είναι δε αστείο, γιατί τα τελευταία χρόνια που η Ευρώπη απροετοίμαστη τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις, ο κανόνας είναι ότι οι λύσεις δεν είναι απαραίτητο να ορίζονται, αλλά απλώς να περιγράφονται.
Έτσι πορευτήκαμε τα χρόνια της κρίσης, δίνοντας νέες διαστάσεις στο ανέκδοτο με τους μαθηματικούς, τους αρχιτέκτονες και τους οικονομολόγους.
Οι μεν πρώτοι βρίσκουν τη λύση, αλλά δεν περιγράφουν το πρόβλημα, οι δεύτεροι μπορούν να περιγράψουν το πρόβλημα αλλά όχι τη λύση και οι οικονομολόγοι διαπρέπουν, χωρίς να κάνουν τίποτα απ’ τα δύο.
Οι πολιτικοί έχουν ένα πρόβλημα για κάθε λύση και μπορούν πάντα να ρίχνουν τα βέλη στους άλλους, αντί να στοχεύουν το κέντρο.