Καλώντας μας να ανακαλύψουμε τον ίδιο παραλογισμό και τα ίδια αδιέξοδα στις δικές μας σχέσεις, την ίδια σκοτεινή και ζωώδη πλευρά στη δική μας φύση, μέσα από μια θεατρική ιστορία ανθρώπων που τους ενώνει κάθε είδους μοιχεία, ο ηθοποιός Χρήστος Λούλης μάς μιλά για την παράσταση «Οι τρειςΕυτυχισμένοι».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Καλώντας μας να ανακαλύψουμε τον ίδιο παραλογισμό και τα ίδια αδιέξοδα στις δικές μας σχέσεις, την ίδια σκοτεινή και ζωώδη πλευρά στη δική μας φύση, μέσα από μια θεατρική ιστορία ανθρώπων που τους ενώνει κάθε είδους μοιχεία, ο ηθοποιός Χρήστος Λούλης μάς μιλά για την παράσταση «Οι τρειςΕυτυχισμένοι».
Η κωμωδία του Eugène Labiche, του πιο επιτυχημένου και πλέον πρωτότυπου Γάλλου κωμωδιογράφου του 19ου αιώνα, ο οποίος αρνείται πεισματικά να δει οτιδήποτε άλλο εκτός από τη φαρσική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στο θέατρο Πορεία.
Υποδυόμενος έναν πολύ ερωτευμένο νέο, σε αυτό το έργο που ο κόσμος του είναι φτιαγμένος από το υλικό του δικού μας κόσμου, μιας ζούγκλας με τους δικούς της κανόνες, που αντιστέκονται σχεδόν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής τους, ο Χρήστος Λούλης μιλά για την παράσταση και για τα συναισθήματά του για τον σημερινό ελληνικό μας κόσμο.
Ποια είναι τα στοιχεία του vaudeville, του είδους που υπηρέτησε ο Eugène Labiche;
Δεν είμαι θεατρολόγος, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ αυτήν την παράσταση χωρίς τη σάτιρα των ηθών και σταθερών του κόσμου μας. Χωρίς την απόλυτη ταύτιση των χαρακτήρων µε το κοινό ως την προέκτασή του µε την παραµορφωτική τους αξία, και από την άλλη, την απόλυτη απόσταση που η κωμωδία προϋποθέτει, για να μπορέσει έτσι ο θεατής να παρακολουθήσει τον εαυτό του, χωρίς να νιώθει ότι κάποιος του κάνει μάθημα.
Για τι μιλάει αυτή η κωμωδία;
Τα θέματα είναι πολλά και ποικίλα. Ένα, όμως, κυριαρχεί. Το θέμα της προδοσίας. Της ανάγκης για απιστία. Αυτού του πολύ ηδονικού κυνηγιού του απαγορευμένου, που κινδυνεύει, όμως, να αδειάσει ή, µάλλον, να αποκαλύψει πόσο άδεια είναι η ζωή, όταν δεν τη σέβεσαι. Κι ο έρωτας βέβαια, αλλά αυτόν ποιος τον υπολογίζει ως κάτι αληθινό;
Τι διαδραματίζεται στο σπίτι του Μαρζαβέλ;
Ο Μαρζαβέλ δίνει στέγη και εργασία στον Ερνέστο, έναν νέο που ερωτεύεται την - εξίσου ερωτευμένη μαζί του - Ερµάνς, σύζυγο του Μαρζαβέλ και αρκετά νεότερή του. Ο Μαρζαβέλ και ο Ερνέστος είναι, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, αρκετά καλοί φίλοι. Και ο Μαρζαβέλ, που, µε τη σειρά του, δεν είναι και κανένας άγιος, περνάει ξυστά από το να καταλάβει τα πάντα. Ή μπορεί και να αποφεύγει σχεδόν συνειδητά να τα καταλάβει. Είναι βολικό καμιά φορά να είναι απασχολημένη η γυναίκα σου µε κάτι/κάποιον άλλον, προκειμένου εσύ να απασχοληθείς και κάπου αλλού… Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και η παρουσία του θείου του Ερνέστου, που είχε το ίδιο επάγγελμα µε τον ανιψιό του, πριν από αυτόν, και, μάλιστα, στην ίδια θέση. Η εξαδέλφη του που είναι ερωτευμένη μαζί του και ένα ζευγάρι Αλσατών µε το δικό τους παρελθόν, που έρχονται να γίνουν καταλύτες της συμφοράς.
Σκιαγραφείστε μας τον χαρακτήρα που ενσαρκώνετε.
Νέος, ερωτευμένος, αρκούν αυτά. Λίγο λαµόγιο, όπως όλοι οι παράνομοι. Πολύ κουρασμένος µε αυτήν την αγχώδη και ψυχοφθόρα ιστορία, αλλά πια πιασμένος από τον σίφουνα της Ερµάνς και, άρα, καταδικασμένος να πιει όλο το πικρό ποτήρι.
Με ποιο αιώνιο ερώτημα επιχειρεί να μας κάνει να αναμετρηθούμε ο συγγραφέας, φέρνοντας τους ήρωές του στα άκρα;
Με το «πού είναι τα άκρα;».
Πώς αισθάνεστε για τη σημερινή Ελλάδα;
Έχω πολλή θλίψη και πολλή αισιοδοξία ταυτόχρονα. Γιατί, µε αυτήν τη χώρα, πρέπει να είσαι ή απόλυτα αυστηρός ή απόλυτα επιεικής. Κι εγώ είμαι και τα δύο. Γιατί είχαμε ξανοιχτεί πολύ και, πολύ απότομα, πρέπει να μάθουμε πως είμαστε φτωχοί. Και το απότομο πάντα έχει παρενέργειες. Και, ναι µεν, το πιο άρρωστο και οπισθοδρομικό κομμάτι συμμάχησε και έφτιαξε κυβέρνηση, αλλά φαίνεται πως, στα χρόνια της ευρωπαϊκής µας πορείας, προλάβαμε και φτιάξαμε κάποιους θεσμούς, προλάβαμε και ταξιδέψαμε και φανταστήκαμε λιγάκι πώς θα έπρεπε να είναι µια σωστή χώρα. Ακόμα και πολλοί που ήθελαν να τιμωρήσουν το παλιό, ψηφίζοντας το “νέο”, ντρέπονται τώρα που βλέπουν πόσο πιο παλιό κι από το παλιό είναι αυτό το νέο. Και το ξέρω ότι ντρέπονται. Οπότε, µην έχοντας ακόμα επιτελέσει το χειρότερο σενάριο, αυτός ο λαός µε κάνει, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να αισθάνομαι και λίγο αισιόδοξος.
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
Νομίζω να είμαστε ψύχραιμοι, ώστε να δούμε ότι ακόμα πιστεύουμε σε βολικούς μύθους, που µας κάνουν άβολη τη ζωή. Ώστε να σταματήσουμε να πιστεύουμε πως είμαστε κάτι σπουδαίο, µόνο και µόνο επειδή είχαμε σπουδαίους παππούδες. Ώστε να δούμε ότι το να πρωταγωνιστήσεις στην παγκόσμια αρένα ως χώρα, ειδικά µε τους ανθρώπους που έχεις, είναι απολύτως θεμιτό και όχι τόσο δύσκολο, αν είσαι σοβαρός. Να ξαναποκτήσουμε την περιέργειά µας για τον κόσμο και για τον εαυτό µας. Να σταματήσουμε να τα ξέρουμε όλα και να αρχίσουμε να ρωτάμε. Να φύγει αυτή η γελοία κυβέρνηση. Πρέπει κάποιος να µας πει την αλήθεια και να µη φοβάται πώς θα το πάρουμε.
Τι σας τονώνει το ηθικό;
Η οικογένειά µου.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης, διασκευή - σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, μουσική: Δημοσθένης Γρίβας, επιμέλεια κίνησης: Σταυρούλα Σιάμου, φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου. Διανομή (με σειρά εμφάνισης): Πετούνια, Λίσμπετ: Λένα Παπαληγούρα, Μαρζαβέλ: Δημήτρης Τάρλοου, Ερμάνς: Άλκηστις Πουλοπούλου, Ζομπλέν: Άγγελος Παπαδημητρίου, Ερνέστος: Χρήστος Λούλης, Μπέρτα: Ιωάννα Κολλιοπούλου, Κράμπαχ: Λαέρτης Μαλκότσης.
Πληροφορίες
Θέατρο Πορεία: Τρικόρφων 3 - 5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλατεία Βικτωρίας, τηλ.: 210 8210991 και 210 8210082. Ημέρες και ώρες παραστάσεων (εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με τις «Τρεις αδερφές» και τη «Μεγάλη χίμαιρα»): Απογ.: έως 11/6 Τετ.7 μ.μ. (λαϊκή), βραδ.: έως 11/6 Παρ., Σάβ. 9 μ.μ., Κυρ. 8 μ.μ.. Προπώληση εισιτηρίων: καταστήματα: Public, Seven Spots, Reload, Media Markt, τηλεφωνικά: 11876, ηλεκτρονικά: poreiatheatre.com και viva.gr.