Απόψεις
Τρίτη, 17 Ιανουαρίου 2017 07:00

Το δίκαιο του ισχυρού

Κρατά τα ηνία του ευρωπαϊκού άρματος και τα νούμερα το αποδεικνύουν περίτρανα. Η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε το 2016 με τον ταχύτερο ρυθμό της τελευταίας πενταετίας, σφραγίζοντας μία «χρυσή δεκαετία», ενώ το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε πέρυσι στα 6,2 δισ. ευρώ, γράφει η Έφη Τριήρη.

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Κρατά τα ηνία του ευρωπαϊκού άρματος και τα νούμερα το αποδεικνύουν περίτρανα. Η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε το 2016 με τον ταχύτερο ρυθμό της τελευταίας πενταετίας, σφραγίζοντας μία «χρυσή δεκαετία», ενώ το πλεόνασμα του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε πέρυσι στα 6,2 δισ. ευρώ.

Πολύ περισσότερο, οι γερμανικές εξαγωγές γνώρισαν τον Νοέμβριο του 2016, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση σε διάρκεια τεσσεράμισι ετών. Η Γερμανία απολαμβάνει έναν θεαματικό οικονομικό κύκλο, χάρη στις υπερβολικά χαλαρές νομισματικές πολιτικές της ΕΚΤ, τις οποίες όμως το ίδιο το Βερολίνο έχει επανειλημμένως στηλιτεύσει, και το αδύναμο ευρώ.

Και πρωτίστως, χάρη στις συνθήκες τις οποίες η ίδια η Γερμανία έχει διαμορφώσει, στηριζόμενη σε μία πολιτική προσφοράς, τη στιγμή που για τον υπόλοιπο κόσμο επιμένει στο εντελώς αντίθετο, σε μία πολιτική που να στηρίζεται στην αύξηση της ζήτησης.  

Η γερμανική οικονομία είναι ισχυρή επειδή επιμένει να στηρίζεται στις εξαγωγές, οι οποίες ανέκαθεν αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξής της.

Αποτελούν όμως και διαρθρωτικό πρόβλημα και μέχρι στιγμής δεν έχουν πάψει οι φωνές διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που ζητούν από το Βερολίνο να στηριχθεί περισσότερο στην εσωτερική του ζήτηση παρά στις εξαγωγές για την ανάπτυξη της οικονομίας του.

Χρόνια τώρα το Βερολίνο παίζει με τους δικούς του κανόνες, αψηφώντας αυτούς της Ε.Ε., σύμφωνα με τους οποίους το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 6% του ΑΕΠ και τροφοδοτώντας μία παλαιά αντιπαράθεση, η οποία έχει τεθεί εν πολλοίς στο αρχείο, αλλά παραμένει πάντοτε ζωντανή για τους οικονομολόγους και για όσους ελέγχουν τους κανονισμούς της Ε.Ε.

Κάτι που εν τέλει καθιστά μη βιώσιμη τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης, καθότι, όπως έχουν σχολιάσει ειδικοί κατά καιρούς, τα μακροχρόνια πλεονάσματα αποτελούν κλοπή ζήτησης από αλλού και εξάγουν ανεργία σε άλλες χώρες.

Αλήθεια, ποιος ο μηχανισμός παρακολούθησης και επιβολής των κοινοτικών κανόνων; Και ποιοι διαμορφώνουν τους όρους του παιχνιδιού;

Και οι προσαρμογές στην Ευρωζώνη αφορούν μόνο τα αδύναμα κράτη της, που υποχρεούνται να ακολουθούν πολιτικές λιτότητας;

Μήπως τελικά οι προσαρμογές στην Ευρωζώνη θα πρέπει να αρχίσουν από τις πλεονασματικές χώρες, δίδοντας έτσι και στις ελλειμματικές τη δυνατότητα να προσαρμοστούν μέσα σε ένα σαφώς ευνοϊκότερο οικονομικό πλαίσιο;