Παρά τις μεγάλες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν, η Διάσκεψη για την Κύπρο δεν έφερε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ήταν μια Διάσκεψη η οποία έγινε χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, γράφει ο Γιώργος Κέντας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κέντα
Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
Παρά τις μεγάλες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν, η Διάσκεψη για την Κύπρο δεν έφερε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ήταν μια Διάσκεψη η οποία έγινε χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία.
Ήδη από την πρώτη μέρα των συνομιλιών στη Γενεύη, τη Δευτέρα 9 Ιανουαρίου, διαφάνηκε ότι οι δύο κοινότητες όχι μόνο δεν θα μπορούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα που τις χώριζε στο ζήτημα της διακυβέρνησης, αλλά φάνηκε επίσης ότι οι διαφορές ήταν πολύ μεγάλες απ’ ό,τι παρουσιάστηκαν δημόσια το προηγούμενο διάστημα. Το ζήτημα της εκ περιτροπής προεδρίας -η τουρκική απαίτηση για εναλλαγή στην προεδρία της Κύπρου μεταξύ ενός Ελληνοκύπριου και ενός Τουρκοκύπριου προέδρου- έχει αναδειχθεί σε ένα μείζον θέμα. Ο κ. Ακιντζί έθεσε το ζήτημα αυτό ως προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει συμφωνία στο κεφάλαιο της διαπραγμάτευσης, καθώς επίσης φαίνεται να έχει διασυνδέσει το ζήτημα αυτό και με την προοπτική επιστροφής εδαφών.
Χάσμα παρατηρείται επίσης και σε μια σειρά άλλων ζητημάτων, όπως το περιουσιακό, για το οποίο παραμένουν σε εκκρεμότητα πολλές πτυχές. Προβληματισμός υπάρχει επίσης και για την οικονομική πτυχή της λύσης του Κυπριακού. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα αρνείται να δώσει στοιχεία για το τραπεζιτικό σύστημα των κατεχομένων, καθώς επίσης εγείρονται πολλά ζητήματα και για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μιας μελλοντικής Τουρκοκυπριακής Πολιτείας. Εδώ και αρκετούς μήνες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα προσπαθούν να πάρουν στοιχεία για τα χρηματοοικονομικά-χρηματοπιστωτικά και τα δημοσιονομικά δεδομένα, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όπως είναι γνωστό, το κατοχικό καθεστώς στην Κύπρο είναι πλήρως εξαρτώμενο από την Τουρκία.
Στη Γενεύη παρατηρήθηκαν επίσης νέες διεκδικήσεις, καθώς ζητήματα που θεωρούνταν κλειστά άνοιξαν εκ νέου για διαπραγμάτευση. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έθεσε στο τραπέζι ζήτημα αριθμητικής ισότητας στα ομοσπονδιακά όργανα του κράτους. Πολύς χρόνος σπαταλήθηκε στη Γενεύη και για να συζητηθούν επουσιώδη ζητήματα. Για παράδειγμα, Ακιντζί και Αναστασιάδης αφιέρωσαν πέραν της μίας ώρας για να συζητούν τον τρόπο στελέχωσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, την υπηρεσία που θα κάνει τις προσλήψεις, τις μεταθέσεις και τις προαγωγές του υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Η πιο κρίσιμη στιγμή των συνομιλιών στη Γενεύη ήταν η στιγμή της κατάθεσης χαρτών. Αργά το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου, οι δύο πλευρές κατέθεσαν δύο ξεχωριστούς χάρτες, οι οποίοι περιέγραφαν τις εδαφικές αναπροσαρμογές (το ποσοστό εδάφους εκάστου πολιτείας). Ο ελληνοκυπριακός χάρτης προνοούσε ότι το 28,2% του εδάφους της Ομόσπονδης Κύπρου θα διοικείται από την Τουρκοκυπριακή Πολιτεία, ενώ ο τουρκοκυπριακός χάρτης προνοούσε ένα ποσοστό 29,2%.
Η κατάθεση χαρτών έγινε χωρίς συμφωνία επί των τριών κριτηρίων για το εδαφικό, δηλαδή των κριτηρίων που θα καθόριζαν τις προϋποθέσεις για μια συμφωνία στις εδαφικές αναπροσαρμογές. Τα κριτήρια αυτά είναι: (1) ο αριθμός των Ελληνοκύπριων προσφύγων που θα επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους, (2) η ακτογραμμή εκάστου Πολιτείας και (3) το ακριβές ποσοστό εδάφους εκάστου Πολιτείας. Πριν από τη μετάβαση στη Γενεύη, η κατάληξη στα κριτήρια αυτά και η συμφωνία σε έναν τελικό χάρτη ήταν προϋπόθεση για την ελληνοκυπριακή πλευρά προκειμένου να συγκληθεί Διεθνής Διάσκεψη. Προϋπόθεση για τη σύγκληση Διάσκεψης ήταν επίσης και η κατάληξη σε όλα τα άλλα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης, πλην του κεφαλαίου της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε μια ιστορική υποχώρηση σ’ ένα ζήτημα αρχής για το Κυπριακό: Αποδέχθηκε τη σύγκληση πενταμερούς Διάσκεψης, δηλαδή διάσκεψης ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, χωρίς την παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και χωρίς την εκπλήρωση οποιωνδήποτε προϋποθέσεων για την επιτυχή έκβαση της Διάσκεψης αυτής. Η υποχώρηση αυτή έγινε την 1η Δεκεμβρίου 2016, στη διάρκεια ενός δείπνου με τον κ. Ακιντζί, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως ούτε την πολιτική ηγεσία στην Κύπρο -ούτε καν τους στενούς του συνεργάτες- αλλά ούτε και την ελληνική κυβέρνηση.
Όταν την Πέμπτη 12 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη για την Κύπρο, μια Διάσκεψη για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, δεν υπήρχε καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η Τουρκία επιμένει σε παραμονή στρατευμάτων και διατήρηση εγγυητικών δικαιωμάτων στην Κύπρο. Η Ελλάδα ζητεί τον τερματισμό του συστήματος εγγυήσεων από την πρώτη μέρα της εφαρμογής της συμφωνίας, καθώς και μια συμφωνία για σταδιακή αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων εντός 12-18 μηνών. Η Βρετανία επιδιώκει τη διατήρηση των στρατιωτικών βάσεών της στην Κύπρο, καθώς και την απαλλαγή της από κάθε ευθύνη έναντι της Κύπρου.
Τέλος, οι Κύπριοι δεν κατάφεραν για την ώρα να συμφωνήσουν σε ένα κοινό όραμα για την ασφάλεια, ούτε και στους αναγκαίους θεσμούς για την αντιμετώπιση εσωτερικών και εξωτερικών απειλών.
Η Διάσκεψη διακόπηκε και τα ζητήματα της ασφάλειας παραπέμφθηκαν σε μια τεχνική ομάδα, η οποία θα συνέλθει στη Ζυρίχη στις 18 Ιανουαρίου, με τα Ηνωμένα Έθνη να στοχεύουν σε επανάληψη της Διάσκεψης μέχρι το τέλος Ιανουαρίου.