Η τρομοκρατική επίθεση της Πρωτοχρονιάς στην Κωνσταντινούπολη τροφοδοτήθηκε από το υπάρχον κλίμα πολιτικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής διάσπασης και πόλωσης. Στην Τουρκία φαίνεται να υπάρχει όλο και λιγότερη ανοχή στις εορταστικές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που -σύμφωνα με την τουρκική υπηρεσία θρησκείας Diyanet- «είναι γιορτή που αποξενώνει τους μουσουλμάνους από τη θρησκεία τους». Καίριες είναι οι ευθύνες του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν.
Την ώρα που η αναζήτηση του δράστη του μακελειού στην Κωνσταντινούπολη συνεχίζεται, έχει ενδιαφέρον να αναλύσουμε το momentum αυτής της επίθεσης και τις γενεσιουργούς αιτίες που οδηγούν την κοινωνία της χώρας σε ρότα διάσπασης.
Φαίνεται να υπάρχει όλο και λιγότερη ανοχή στις εορταστικές εκδηλώσεις των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που σύμφωνα με την τουρκική υπηρεσία θρησκείας Diyanet «είναι γιορτή που αποξενώνει τους μουσουλμάνους από τη θρησκεία τους».
Αυτό το μήνυμα βρίσκει όλο και περισσότερους οπαδούς στην Τουρκία. Όπως αναφέρει το διαδικτυακό μαγκαζίνο Al Monitor, λίγο πριν τα Χριστούγεννα μέλη μιας συντηρητικής θρησκευτικής οργάνωσης νεολαίας διαδήλωσαν εναντίον των χριστιανικών συμβόλων, επειδή γίνονται όλο και πιο αρεστά στην κοσμική Τουρκία. Η οργή τους δεν στοχεύει μόνο την ίδια τη γιορτή. Σύμφωνα με το Al Monitor, καταφέρεται και εναντίον των κοσμικών Τούρκων που εγκαταλείπουν τους πιστούς και κάνουν φιλίες με τους άπιστους, αναζητούν τιμή και αξιοπρέπεια σε αυτούς, ενώ όλο το μεγαλείο και η τιμή βρίσκεται στον Αλλάχ, όπως πιστεύουν. Μέσα σε αυτό το κλίμα πολιτιστικής διάσπασης συνέβη το μακελειό στην Κωνσταντινούπολη.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι το μακελειό συνέπεσε επίσης με μια ολοκληρωτική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Ενώ όταν άρχισε ο εμφύλιος στη Συρία ο Τούρκος πρόεδρος τάχθηκε κατά του Σύρου προέδρου Άσαντ, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα, τις τελευταίες εβδομάδες συντάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας και του Ιράν και με την υπογραφή της διακήρυξης της Μόσχας για την εκεχειρία έδωσε το πράσινο φως στον Άσαντ να παραμείνει στη χώρα. Αυτό, όπως υποστηρίζει ο αναλυτής Αμπντελμπαρί Ατουάν, δεν άφησε ανεπηρέαστους τους υποστηρικτές του Ισλαμικού Κράτους στην Τουρκία και συνέβαλε στην διολίσθηση της χώρας στο αιματηρό μονοπάτι της τρομοκρατίας.
Αλλά και το στυλ διακυβέρνησης του ίδιου του προέδρου Ερντογάν, που απαγορεύει κάθε κριτική από το περιβάλλον του, δεν συνέβαλε στο να ηρεμήσουν τα οξυμένα πνεύματα. «Αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση που ο ηγέτης νομίζει ότι όλα βαίνουν καλώς χάρη σε εκείνον», σχολιάζει ο Κρίστιαν Μπράκελ, επικεφαλής του γραφείου του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στην Κωνσταντινούπολη. «Ό,τι δεν πάει καλά οφείλεται σε αθέατους και άγνωστους εχθρούς, όπως συχνά αναφέρει ο Ερντογάν. Αθέατα χέρια, αθέατοι εχθροί που προσπαθούν να κάνουν κακό στην πρόοδο της Τουρκίας. Θα μπορούσαν να είναι οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι, οι Ευρωπαίοι ή οι Γερμανοί. Με άλλα λόγια δημιουργείται μια κατάσταση, στην οποία ο πρόεδρος συγχωνεύεται με το αξίωμά του σε σημείο που ο λαός τον εκλέγει πλέον ως πρόσωπο και όχι ως αρχηγό του κόμματος ΑΚΡ».
Ο πρώην αναλυτής της εφημερίδας Χουριέτ, Μπιλέντ Μουμάι, υποστηρίζει ότι οι τρομοκράτες της Πρωτοχρονιάς εκμεταλλεύτηκαν και έναν ασαφή πολιτικό περίγυρο, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από παλαιότερες δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Νταβούτογλου, ότι «το Ισλαμικό Κράτος είναι συνάθροιση ατόμων που σχηματίστηκε από οργή» και που οδήγησε αρκετούς μετά τις τρομοκρατίες επιθέσεις στο Παρίσι να κυκλοφορούν στους δρόμους κορνάροντας με σημαίες του ISIS στα αυτοκίνητά τους.