Τι θα μας φέρει το 2017 στην εκπαίδευση; Οι αλλαγές αναμένεται να είναι πάρα πολλές, καθώς αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης η εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, γράφει ο Στράτος Στρατηγάκης.
Του Στράτου Στρατηγάκη
Mαθηματικού - ερευνητή
[email protected]
Τι θα μας φέρει το 2017 στην εκπαίδευση; Οι αλλαγές αναμένεται να είναι πάρα πολλές, καθώς αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης η εφαρμογή των προτάσεων του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση. Οι προτάσεις αυτές διατυπώθηκαν στην έκθεση του οργανισμού το 2011, που αναμένεται να επικαιροποιηθεί εντός του 2017. Η έκθεση του 2011 πρότεινε μαζικές συγχωνεύσεις σχολείων, αναφέροντας ως θετικό πρότυπο την Πορτογαλία, όπου το κλείσιμο 3.000 σχολείων αποδείχθηκε –σύμφωνα με την έκθεση- ευεργετικό. Πρότεινε, η έκθεση του 2011, να μην υπάρχει δημοτικό σχολείο με λιγότερους από 75 μαθητές, γυμνάσιο με λιγότερους από 150 μαθητές και λύκειο με λιγότερους από 250 μαθητές.
Η αξιολόγηση των καθηγητών πρέπει – σύμφωνα με την έκθεση πάντα – να έχει επιπτώσεις στο μισθό τους, γιατί αλλιώς δεν θα την παίρνει κανείς σοβαρά και να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί βάσει των επιδόσεων των μαθητών τους. Αντιλαμβανόμαστε ότι η εφαρμογή αυτών των προτάσεων θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην εκπαίδευση.
Μέσα στις προτάσεις της έκθεσης ήταν και η δημιουργία της τράπεζας θεμάτων, που σκοπό έχει την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μέσω των βαθμών των μαθητών τους. Το κακέκτυπό της ζήσαμε με την εφαρμογή της στο πόδι από τον κ. Αρβανιτόπουλο. Προφανώς θα επανέλθει η τράπεζα θεμάτων, ας ελπίσουμε σε πιο σοβαρή εκδοχή από την προηγούμενη, επαναφέροντας και το διάβασμα στο σχολείο, που, κακά τα ψέματα, ελαχιστοποιήθηκε με την κατάργησή της και την επαναφορά του 9,5 ως προβιβάσιμου στην επόμενη τάξη βαθμού. Φυσικά να σημειώσουμε το αυτονόητο, ότι δεν πρέπει να πάμε στο άλλο άκρο, στο «τσεκούρωμα» των μαθητών, απλά πρέπει να σταματήσει το κλίμα αδιαφορίας που υπάρχει.
Μέσα σε όλα αυτά θα υπάρχει και η ανακοίνωση, περί το Μάρτιο σύμφωνα με δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, για την αναβάθμιση του Λυκείου και του νέου τρόπου εισαγωγής στις Ανώτατες Σχολές, που θα ισχύσει από το 2020. Να επισημάνουμε ότι ο νέος τρόπος εισαγωγής στις Ανώτατες Σχολές αφορά τους μαθητές που φοιτούν φέτος στην Γ Γυμνασίου και τους μικρότερούς τους φυσικά. Δεν έχει καμία σχέση με τους μαθητές που βρίσκονται τώρα στο Λύκειο. Το τονίζω για να μην αγχώνονται χωρίς κανένα λόγο οι μαθητές του Λυκείου.
Όλοι οι Υπουργοί Παιδείας των τελευταίων, τουλάχιστον, είκοσι ετών εκφράζουν την πρόθεση να αλλάξουν την εκπαίδευση εκ βάθρων ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, ώστε να διορθωθεί το χάλι μας. Αντί να αλλάξουν τα πάντα ξεκινώντας από την αρχή, αυτό που τελικά κάνουν είναι να τα αλλάξουν όλα ταυτόχρονα κάνοντας ο καθένας τα δικά του μπαλώματα στην εκπαίδευση, οδηγώντας την σε χειρότερη κατάσταση από την προηγούμενη που προσπάθησαν να διορθώσουν. Ο νέος Υπουργός δεν δείχνει να έχει τη διάθεση να κινηθεί πέρα από αυτή τη λογική, θέτοντας ως προτεραιότητα τις αλλαγές στις δύο τελευταίες τάξεις του λυκείου και στο σύστημα εισαγωγής στις Ανώτατες Σχολές.
Μία ακόμη αλλαγή θα γίνει, λοιπόν, στο σύστημα εισαγωγής, που μόλις φέτος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά αποκαλύπτοντας σημαντικές αδυναμίες, οι οποίες ανάγκασαν το Υπουργείο Παιδείας να αλλάξει την κατανομή των σχολών στα επιστημονικά πεδία για να απαλύνει τις δυσλειτουργίες του. Μία ακόμη αλλαγή στην προσπάθεια να μειώσουν το συνωστισμό που δημιουργείται στις πύλες του Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Αυτό που φαίνεται να μην καταλαβαίνουν οι εκάστοτε Υπουργοί Παιδείας είναι ότι αυτός ο συνωστισμός δημιουργείται εξαιτίας συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών. Το πρόβλημα, όπως όλα τα προβλήματα, δεν λύνεται με τεχνικές αλλά εξαλείφοντας τις αιτίες που το δημιούργησαν. Εμείς παλεύουμε να το λύσουμε αλλάζοντας τον αριθμό των εξεταζομένων μαθημάτων, υπολογίζοντας ή όχι τους βαθμούς του σχολείου, αλλάζοντας τον αριθμό των σχολών που έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν οι υποψήφιοι στο μηχανογραφικό τους. Αναμενόμενο είναι να κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, χωρίς καμία βελτίωση, παρά τις άφθονες αλλαγές.