Ο φόβος της αποτυχίας ανάμεσα στους επιχειρηματίες έχει ενισχυθεί συνολικά στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, ως ανασταλτικός παράγοντας για την έναρξη νέων εγχειρημάτων. Στην Ελλάδα παρουσιάζει μεν μια μικρή κάμψη, αλλά παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως καταδεικνύει η ετήσια έκθεση για την επιχειρηματικότητα σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης, που δημοσίευσε πρόσφατα το Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας του ΙΟΒΕ, μέσω της διεθνούς ερευνητικής κοινοπραξίας Global Entrepreneurship Monitor (GEM).
Από την έντυπη έκδοση
Του Άγγελου Τσακανίκα
Επίκουρου καθηγητή ΕΜΠ, επιστημονικού υπεύθυνου Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας ΙΟΒΕ
Ο φόβος της αποτυχίας ανάμεσα στους επιχειρηματίες έχει ενισχυθεί συνολικά στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, ως ανασταλτικός παράγοντας για την έναρξη νέων εγχειρημάτων. Στην Ελλάδα παρουσιάζει μεν μια μικρή κάμψη, αλλά παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, όπως καταδεικνύει η ετήσια έκθεση για την επιχειρηματικότητα σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης, που δημοσίευσε πρόσφατα το Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας του ΙΟΒΕ, μέσω της διεθνούς ερευνητικής κοινοπραξίας Global Entrepreneurship Monitor (GEM).
Στο πλαίσιο της έρευνας, καταγράφονται μεταξύ άλλων οι γενικότερες προδιαθέσεις και αντιλήψεις που διαμορφώνονται σε μια χώρα για την επιχειρηματικότητα. Είναι τα λεγόμενα συμπεριφορικά ή προσωπικά γνωρίσματα του ατόμου που μπορεί να επιδρούν καθοριστικά στο είδος και στα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας την οποία εκδηλώνει το άτομο και τελικά στα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας που καταγράφεται σε μια χώρα.
Δύο ενδιαφέροντες δείκτες παρουσιάζονται σε αυτή τη σύντομη παρέμβαση. Συγκεκριμένα, καταγράφεται το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει ότι α) διαθέτει τις γνώσεις και τις ικανότητες για να ξεκινήσει μια επιχείρηση την Ελλάδα και β) ο φόβος της αποτυχίας θα τον / την απέτρεπε από το να ξεκινήσει μια επιχείρηση στην Ελλάδα. Ο πρώτος δείκτης εκφράζει έτσι το επίπεδο της αυτοπεποίθησης που υπάρχει σε μια χώρα και άρα έναν παράγοντα που επιδρά θετικά στην επιχειρηματική δραστηριοποίηση. Ο δεύτερος είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας, καθώς αποθαρρύνει την επιχειρηματική δραστηριοποίηση. Και οι δύο δείκτες αφορούν απαντήσεις ολόκληρου του πληθυσμού και όχι μόνο των ατόμων που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά. Συνεπώς, εκφράζουν περισσότερο εθνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των πολιτών μιας χώρας.
Όπως φαίνεται στον πίνακα, που συνοψίζει τα αποτελέσματα για το 2015 στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες καινοτομίας, δηλαδή τις πιο αναπτυγμένες χώρες που συμμετέχουν στο GEM, το επίπεδο της αυτοπεποίθησης διατηρείται πάνω από τον μέσο όρο των χωρών καινοτομίας. Βεβαίως, διαπιστώνουμε ότι το υψηλό επίπεδο αυτοπεποίθησης είναι χαρακτηριστικό χωρών χαμηλού κόστους.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα εμφανίζει διαχρονικά μία από τις υψηλότερες επιδόσεις ως προς τον φόβο της επιχειρηματικής αποτυχίας,. Αν εστιάσουμε στην ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών, όχι στον γενικό πληθυσμό, αλλά στα άτομα που συνδέονται με την επιχειρηματικότητα είτε στα αρχικά στάδια είτε στους καθιερωμένους επιχειρηματίες, τότε βλέπουμε να εκτινάσσεται το επίπεδο της αυτοπεποίθησης, καθώς πάνω από το 80% αισθάνεται ότι έχει τις γνώσεις και τις ικανότητες να «τρέξει» μια επιχείρηση. Όμως, το αντίστοιχο ποσοστό του φόβου της αποτυχίας, υποχωρεί μεν, αλλά παραμένει πάνω από 50%. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι τουλάχιστον οι μισοί από όσους /όσες έχουν πράγματι ασχοληθεί με ένα επιχειρηματικό εγχείρημα, προβληματίζονται για το ενδεχόμενο της αποτυχίας, επίδοση που είναι εξαιρετικά υψηλή σε σχέση με άλλες χώρες.
Εξετάζοντας διαχρονικά αυτούς τους δύο δείκτες, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, ειδικά πριν από την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, κατέγραφε υψηλές επιδόσεις στον «δείκτη αυτοπεποίθησης» (Διάγραμμα 1). Έφτασε έτσι σε πολύ υψηλά επίπεδα το 2009, όταν δεν είχε ακόμα φανεί εμφατικά στην οικονομία η υφεσιακή πορεία της οικονομίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει δραματικά σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον μακροχρόνιο μέσο όρο. Πάντως, το 2015 σημειώθηκε μικρή αύξηση του ποσοστού σε 46,8% από 45,6% το 2014, έπειτα από 5 χρόνια μείωσης. Σε κάθε περίπτωση, η πορεία του δείκτη εντός της περιόδου της κρίσης αντανακλά την επιδείνωση των συνθηκών επιχειρηματικότητας. Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, δηλαδή, φαίνεται να έχει επηρεάσει τις αντιλήψεις των ατόμων για το αν επαρκούν οι γνώσεις και οι ικανότητές τους για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες δυσκολίες του σημερινού περιβάλλοντος ως προς την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του δείκτη για τον φόβο της αποτυχίας (Διάγραμμα 2), διαχρονικά στην Ελλάδα ο δείκτης αυτός κινούνταν πολύ υψηλά, υψηλότερα από τις περισσότερες χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα του GEM, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει αναδειχθεί ουκ ολίγες φορές σε «παγκόσμιο πρωταθλητή» στον συγκεκριμένο δείκτη. Μετά το 2009 η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει αυτό τον δείκτη σε ένα νέο, πολύ υψηλότερο, επίπεδο και παρά τη σημαντική υποχώρηση που σημειώνεται το 2015 (65,3%), ο δείκτης παραμένει υψηλός. Η αισθητή εξασθένηση του δείκτη το 2015 ενδεχομένως να αντανακλά την ολοκλήρωση ενός υφεσιακού κύκλου στην οικονομία (αισιόδοξη προσέγγιση) ή απλώς τα άτομα λόγω της μεγάλης διάρκειας της κρίσης έχουν προσαρμοστεί σε ένα νέο επιχειρηματικό πλαίσιο υψηλότερου ρίσκου (πιο απαισιόδοξη προσέγγιση).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει έμφαση σε πολιτικές για την υποστήριξη και την προώθηση της «δεύτερης ευκαιρίας στην επιχειρηματικότητα». Ουσιαστικά, αναγνωρίζεται ότι ένας επιχειρηματίας που αποτυγχάνει -και με δεδομένη τη μη δόλια πτώχευση- έχει αποκτήσει μία εμπειρία η οποία μπορεί να τον βοηθήσει, εφόσον αποφασίσει ξανά να ενεργοποιηθεί επιχειρηματικά, και κατά τεκμήριο αναμένεται να έχει καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και βιωσιμότητας. Το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και στην Ελλάδα, καθώς το πρόβλημα επιβαρύνεται από τα λεγόμενα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, σε συνδυασμό με ένα ακόμη ανελαστικό πτωχευτικό δίκαιο. Είναι σαφές ότι μαγικές λύσεις σε ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα δεν υπάρχουν. Ωστόσο, η ανάγκη να διατηρηθεί ένα επιχειρηματικό momentum χρήσιμων και έμπειρων επιχειρηματιών χωρίς το στίγμα της αποτυχίας είναι απαραίτητο σήμερα, περισσότερο από ποτέ.
* Το Global Entrepreneurship Monitor (GEM) αποτελεί μια διεθνή ερευνητική κοινοπραξία από ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια που ξεκίνησε το 1999, με την Ελλάδα να συμμετέχει μέσω του ΙΟΒΕ από το 2003. Το 2015 συμμετείχαν πάνω από 60 χώρες από όλες τις οικονομικές ζώνες του κόσμου, χώρες που καλύπτουν το 90% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το πρόγραμμα έχει στόχο να μελετήσει πτυχές και διαστάσεις της επιχειρηματικότητας σε κάθε χώρα, να συνεισφέρει στη θεωρητική αλλά και εμπειρική μελέτη του πεδίου της επιχειρηματικότητας και να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση για την προώθηση της επιχειρηματικότητας διεθνώς.