Κόσμος
Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 2016 09:26

Στο εδώλιο η Λαγκάρντ για την υπόθεση Ταπί

Η πολύκροτη υπόθεση «Ταπί», εξαιτίας της οποίας η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ κάθεται από σήμερα στο εδώλιο, έχει όλα τα στοιχεία ενός καλού οικονομικού θρίλερ. Θα έχει όμως και αίσιο τέλος;

Το περιοδικό Forbes την κατατάσσει στην έκτη θέση των ισχυρότερων γυναικών του κόσμου. Εδώ και πέντε και πλέον χρόνια η πρώην υπουργός της Γαλλίας κρατάει τα ηνία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έχοντας αποκτήσει παγκόσμια αναγνωρισιμότητα. Από σήμερα Δευτέρα όμως η Κριστίν Λαγκάρντ κάθεται στο εδώλιο, κληθείσα να λογοδοτήσει για μια αμφιλεγόμενη καταβολή αποζημίωσης πολλών εκατομμυρίων από το γαλλικό κράτος κατά το διάστημα που διατελούσε ακόμη υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών στην πατρίδα της.

Οι ανακριτικές αρχές επιρρίπτουν στην ισχυρή κυρία του ΔΝΤ αμέλεια κατά την άσκηση καθήκοντος, η οποία και επέτρεψε την κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Το εν λόγω αδίκημα τιμωρείται στη Γαλλία με φυλάκιση έως και ενός έτους και με χρηματικό πρόστιμο ύψους μέχρι και 15.000 ευρώ. Το μεγαλύτερο διακύβευμα όμως δεν είναι το οικονομικό, αλλά αφορά στην αξιοπιστία της, αφού σε περίπτωση καταδίκης θα τεθεί ευλόγως το ερώτημα εάν μπορεί να συνεχίσει να ηγείται του διεθνούς οργανισμού.

Το χρονικό της υπόθεσης

Η σημερινή δίκη ανοίγει ένα ακόμη κεφάλαιο ενός εντυπωσιακού οικονομικού θρίλερ που απασχολεί τη Γαλλία εδώ και μια 20ετία. Ο επιχειρηματίας Μπερνάρ Ταπί είχε υποστηρίξει τη δεκαετία του 1990 ότι κατά την πώληση των μετοχών που κατείχε στην εταιρία αθλητικών ειδών Adidas, εξαπατήθηκε από την τότε κρατική τράπεζα Crédit Lyonnais. Ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση του επιδίκασε το 2008 αποζημίωση ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ. Εν τω μεταξύ η εν λόγω απόφαση έχει ακυρωθεί από άλλα δικαστήρια ενώ σε βάρος του Ταπί και άλλων διενεργούνται έρευνες με την υπόνοια της απάτης κατ΄ εξακολούθηση. Επιπλέον ένας εκ των δικαστών του διαιτητικού δικαστηρίου φέρεται να διατηρούσε στενές σχέσεις με τον επιχειρηματία. Στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκεται και ο πρώην επικεφαλής του γραφείου της Κριστίν Λαγκάρντ.

Ποιο ρόλο όμως διαδραματίζει στην πολύκροτη υπόθεση η ίδια; Μετά την εκλογή του Νικολά Σαρκοζί στην προεδρία το 2007, η 60χρονη σήμερα δικηγόρος ανέλαβε το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Λίγους μήνες αργότερα παρέπεμψε παραδόξως την υπόθεση Ταπί σε ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο. Όταν τον ερχόμενο χρόνο το δικαστήριο επιδίκαζε στον πολιτικά καλά δικτυωμένο επιχειρηματία Μπ. Ταπί αποζημίωση 400 εκατομμυρίων ευρώ, η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θέλησε να εφεσιβάλει την απόφαση, γεγονός που κατά την εξεταστική επιτροπή στοιχειοθετεί την κατηγορία της αμέλειας. Εξαρχής η ίδια η Λαγκάρντ αρνήθηκε τις κατηγορίες.

Στο Δικαστήριο της Δημοκρατίας η υπόθεση

«Είμαι χαλαρή και αποφασισμένη», είπε προ ολίγων εβδομάδων στο γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο RTL, προσθέτοντας ότι δεν φοβάται τη δίκη. Όλο αυτό το διάστημα που διεξάγονταν έρευνες σε βάρος της, το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ εξέφραζε την απόλυτη εμπιστοσύνη του στην ικανότητα της γενικής διευθύντριας να επιτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της.

Η υπόθεση εκδικάζεται στο Δικαστήριο της Δημοκρατίας (Cour de justice de la République), ένα ειδικό δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο να δικάζει υπουργούς εν ενεργεία ή μη, για αδικήματα που διαπράχθηκαν ενόσω βρίσκονταν στην εξουσία. Συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστικούς και 12 κοινοβουλευτικούς, μέλη της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας. Συνολικά έχουν προβλεφθεί επτά δικάσιμες και η δίκη αναμένεται να ολοκληρωθεί στις 20 Δεκεμβρίου.

Την ανησυχία του ότι η υπόθεση μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο εκφράζει ο καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Paris 1 Panteón Sorbonne Μπρούνο Ντοντερό. «Εντέλει αυτό θα σήμαινε ότι κάθε υπουργός μπορεί να διωχθεί νομικά για τις απρόβλεπτες συνέπειες των αποφάσεων που έλαβε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ποιος υπουργός θα τολμούσε πλέον να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις;», διερωτάται ο νομικός, προσθέτοντας ότι κανονικά θα έπρεπε να περιμένει κανείς την έκβαση της δίκης εναντίον του Ταπί και πιθανών συνενόχων του. Διότι μόνον εάν αποδειχθεί η κατάχρηση δημοσίου χρήματος, θα υπήρχε και η αναγκαία για τη δίωξη της Κρ. Λαγκάρντ νομική βάση, όπως λέει.