Η εκλογή του 45ου προέδρου των ΗΠΑ έχει προκαλέσει, μεταξύ πολλών άλλων και συγκρίσεις με τον 40ο τους πρόεδρο τον Ronald Wilson Reagan. Ο τελευταίος ανέλαβε το 1981 σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία κάνει στροφή προς τον νεο-φιλελευθερισμό (ιδεολογία η οποία εμφανίστηκε δειλά με τον Hayek το 1947), προκαλώντας τις μεταπολεμικές κευνσιανές πολιτικές. Συνδυασμένη κυρίως με την φιλελευθεροποίηση του κομουνισμού στην Κίνα του Deng Xiaoping το 1978 και την εκλογή της Thatcher το 1979 εισάγει την παγκόσμια οικονομία στον νεότερο ιστορικό κύκλο παγκοσμιοποίησης, ο οποίος πιθανών να κλείνει με την εκλογή Trump η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως το «τέλος της Δύσης», γράφει ο Δημήτριος Στεργίου.
Tου Δημήτριου Στεργίου
* Γεωοικονομικός Αναλυτής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελλοπονήσου.
Η εκλογή του 45ου προέδρου των ΗΠΑ έχει προκαλέσει, μεταξύ πολλών άλλων και συγκρίσεις με τον 40ο τους πρόεδρο τον Ronald Wilson Reagan. Ο τελευταίος ανέλαβε το 1981 σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία κάνει στροφή προς τον νεο-φιλελευθερισμό (ιδεολογία η οποία εμφανίστηκε δειλά με τον Hayek το 1947), προκαλώντας τις μεταπολεμικές κευνσιανές πολιτικές. Συνδυασμένη κυρίως με την φιλελευθεροποίηση του κομουνισμού στην Κίνα του Deng Xiaoping το 1978 και την εκλογή της Thatcher το 1979 εισάγει την παγκόσμια οικονομία στον νεότερο ιστορικό κύκλο παγκοσμιοποίησης, ο οποίος πιθανών να κλείνει με την εκλογή Trump η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως το «τέλος της Δύσης».
Κάθε σύγκριση βέβαια είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη διότι ο μεν υπηρέτησε 2 θητείες από το 1981 έως το 1989, ενώ ο δε δεν έχει ακόμα αναλάβει. Για τον μεν έχουν ήδη γραφτεί βιβλία ενώ για τον δε απλά υπάρχουν (εκφρασμένες προεκλογικά) προθέσεις. Η ιστορία όμως παρέχει ενδείξεις.
Ο Reagan όπως και ο κ.Trump ήταν ο outsider στο κόμμα του από την κούρσα ακόμα για το χρίσμα, ως μην ανήκων στο πολιτικό κατεστημένο από την άκρα δεξιά του φάσματος του GOP. Μάλιστα, με διαπραγματευτές τον Henri Kissinger και τον Alan Greenspan το ρεπουμπλικανικό κατεστημένο είχε προτείνει ως αντίβαρο στην υποψηφιότητα Reagan τον πρώην πρόεδρο Henry Ford ως αντιπρόεδρο με ενισχυμένες εξουσίες.
Ο Reagan και οι σύμβουλοι του είχαν απευθείας σύνδεση με το Hoover Institution στο οποίο βασικό ρόλο διαδραμάτιζε ο Milton Friedman, ένας από τους θεμελιωτές της περίφημης σχολής του Chicago. «Στην παρούσα κρίση, το κράτος (government) δεν είναι η λύση στο πρόβλημα μας, το κράτος είναι το πρόβλημα» ανέφερε χαρακτηριστικά κατά την ομιλία ανάληψης των καθηκόντων του. Ο Reagan ανέλαβε τη διακυβέρνηση υποσχόμενος μία επανάσταση σε σχέση τις επικρατούσες κευνσιανές αντιλήψεις περί κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, έχοντας την πρόθεση να περικόψει και φόρους και δαπάνες. Τελικά το δεύτερο αποδείχτηκε πολύ ποιο δύσκολο από το πρώτο και όπως διαπιστώθηκε από αξιωματούχο των κυβερνήσεων Reagan και Bush : «Κατά τη διάρκεια της εποχής Reagan προστέθηκε περισσότερο ομοσπονδιακό χρέος από ότι σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία των ΗΠΑ». Ας σημειωθεί όμως ότι από τις περικοπές εξαιρέθηκαν οι αμυντικές δαπάνες (στρατιωτικός κευνσιανιμός) και το λεγόμενο αντιβαλλιστικό σύστημα «Πόλεμος των Άστρων» το οποίο εάν και τελικά δεν υλοποιήθηκε, προστέθηκε στις πιθανές αιτίες της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Ο κ. Reagan υποστηρίζοντας τον κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ, Paul Volcker (ο οποίος είχε διοριστεί από την κυβέρνηση Carter) προσπάθησε και κατάφερε να μειώσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό (από 13,5% το 1980 σε 1,9% το 1986). Αναφερόμενος μάλιστα στα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα τα οποία είχαν ληφθεί είπε «Εάν όχι εμείς, ποιοι; Εάν όχι τώρα, πότε; Σήμερα ο κ. Trump βρίσκεται αντιμέτωπος με πληθωρισμό (ελαφρώς μεν αλλά) κάτω από το στόχο του 2%. Στον τομέα της φορολογίας ο Reagan μείωσε τον μέγιστο φορολογικό συντελεστή για φυσικά πρόσωπα από 70% σε 28%, μέτρο το οποίο χαρακτηρίστηκε ως « η μεγαλύτερη περικοπή φόρων στην ιστορία». Σήμερα ο κ. Trump βρίσκει τον μέγιστο φορολογικό συντελεστή στο 39,6%.
Ένα από τα γεγονότα τα οποία βοήθησαν την εκλογή Reagan ήταν η διαχείριση της κρίσης των ομήρων στο Ιράν, ενώ μία από τις βασικές ανακοινώσεις του κ. Trump είναι η ακύρωση της συμφωνίας με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις 20 Ιανουαρίου 1981, λεπτά μόλις μετά το τέλος της ομιλίας ανάληψης των καθηκόντων του από τον κ. Reagan απελευθερώθηκαν οι Αμερικανοί όμηροι στην Τεχεράνη, γεγονός το οποίο πυροδότησε σειρά σεναρίων συνωμοσίας.
Στο γεωοικονομικό πεδίο το σημερινό ρόλο της Κίνας ως ανερχόμενη εμπορική δύναμη απειλώντας την ισχύ των ΗΠΑ, είχε η Ιαπωνία. Βέβαια η κυβέρνηση Reagan πιστή στο δόγμα του ελεύθερου εμπορίου δεν προχώρησε σε επιβολή επιπλέον δασμών στα εισαγόμενα ιαπωνικά προϊόντα εκτιμώντας (ορθώς) ότι ο προστατευτισμός θα έπληττε και την βιομηχανία των ΗΠΑ αποδυναμώνοντας την. Στην περίπτωση του κ. Trump οι εκτελεστικές εξουσίες του προέδρου (χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου) του επιτρέπουν να επιβάλει δασμούς όχι πάνω από 15% και αυτό μέχρι 150 ημέρες εκτός εάν κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Αναφορικά με το περιβάλλον ο Reagan εικάζεται ότι είχε χαρακτηρίσει «τα δέντρα ως μεγάλη πηγή μόλυνσης» με τις δηλώσεις του κ. Τrump να δημιουργούν παρόμοιες εντυπώσεις. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Reagan ήταν 69 ετών, ο γηραιότερος μέχρι τότε αναλαμβάνω πρόεδρος. Ο Trump όταν θα αναλάβει θα σπάσει αυτό το ρεκόρ στα 71 του.
Ομοιότητες λοιπόν και διαφορές από την μελέτη των μελλούμενων.
Οψόμεθα.