«Αδραξε τη μέρα». Δεν πρόκειται για την επαναλαμβανόμενη φράση από την ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», αλλά για ένα από τα αριστουργήματα του κορυφαίου Αμερικανού συγγραφέα του 20ου αιώνα, του νομπελίστα Σαούλ ή Σωλ Μπέλοου, που απεβίωσε στις 6 Απριλίου 2005 σε ηλικία 89 ετών. Ο Mπέλοου ισχυριζόταν πως στην ηλικία του ο θάνατος του προκαλεί μόνον περιέργεια και πολλές φορές, μάλιστα, αισθάνεται τον πειρασμό να φτάσει ώς την «άλλη άκρη», για να δει πώς είναι.
Κρίμα, που δεν θα μπορεί να μοιραστεί την εμπειρία του με τους αφοσιωμένους αναγνώστες του, που τον πίστεψαν με το «Αδραξε τη μέρα», όπου ο σαραντάρης Τόμυ Ουίλχελμ διατηρεί έναν αγορίστικο αυθορμητισμό που τον έχει φέρει στο χείλος του γκρεμού: χωρισμένος από τη γυναίκα και τα παιδιά του, σε τεταμένες σχέσεις με τον επιτυχημένο πατέρα του, άνεργος, σε δεινή οικονομική και ψυχολογική κατάσταση. Στη διάρκεια μιας μέρας, κι ενώ ο Ουίλχελμ αναθεωρεί τα λάθη του παρελθόντος βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην απελπισία, μια τυχαία συνάντηση του χαρίζει μια υπέροχη στιγμή, στην οποία λάμπει η αλήθεια. Πλέκοντας επιδέξια το χιούμορ και το πάθος, ο Μπέλοου, σ' αυτή τη νουβέλα, ζωντανεύει στο πλαίσιο της μιας μέρας ολόκληρο το δρόμο του ανθρώπου που αγωνίζεται να επικυρώσει την αξία και την ανθρωπιά του.
Η επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ εξήρε το 1976 τον υποδειγματικό χειρισμό των θεμάτων και της φόρμας, «την ανθρώπινη κατανόηση και τη λεπτή ανάλυση του σύγχρονου πολιτισμού που συνδυάζονται στο έργο του».
Ο ίδιος υποδέχτηκε τη βράβευσή του συγκρατημένα. «Τα Βραβεία Νόμπελ σπάνια είναι κάτι καλό για τους Αμερικανούς, τουλάχιστον για τους συγγραφείς. Ο Σίνκλερ Λούις και ο Τζον Στάινμπεκ σπανίως υπήρξαν νηφάλιοι μετά τη βράβευσή τους. Οσο για τον Χεμινγουέι, σταμάτησε να γράφει».
Η μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή του διεύψευσε τους φόβους του. Ακολούθησε το 1964 το «Χέρτσογκ», το 2000 ο «Ραβελστάιν», μια ελεγεία στη φιλία, και το 2001 η «Συλλογή Ιστοριών». Το έργο του, που διδάσκεται στα πανεπιστήμια ολόκληρου του κόσμου, εγκαινιάστηκε το 1944 με το «Ο Μετέωρος Ανθρωπος».
Ο Mπέλοου έχει τιμηθεί με τόσα βραβεία όσο κανένας σύγχρονός του συγγραφέας. Πριν από μερικά χρόνια η εφημερίδα «Sunday Times» του Λονδίνου είχε ζητήσει από μια ομάδα γνωστών κριτικών και συγγραφέων να επιλέξουν τον καλύτερο εν ζωή συγγραφέα της αγγλικής γλώσσας. Ο Mπέλοου βγήκε πρώτος. Ο ίδιος δέχεται όλες αυτές τις τιμές με μια δόση ειρωνείας. «Οταν σε υμνούν καλό είναι να περιμένεις να σου έρθει μετά και καμιά κλοτσιά. Οταν βγάζεις βιβλία επί πενήντα χρόνια, σιγά σιγά συνηθίζεις στην κριτική και τις υπερβολές».
Ο Σωλ Μπέλοου γεννήθηκε στον Καναδά το 1915 από γονείς εβραίους μετανάστες από τη Ρωσία. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Συνδύασε την πανεπιστημιακή καριέρα (στο Ουϊσκόνσιν και τη Βοστόνη) με τη λογοτεχνική παραγωγή και έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη. Κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου για τα μυθιστορήματα «Οι περιπέτειες του Ογκι Μαρτς» (1953), «Χέρτσογκ» (1964) και «Ο πλανήτης του κυρίου Σάμλερ» (1970). Επίσης κέρδισε το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών για τη νουβέλα του «Αδραξε τη μέρα» (1956), ενώ για το μυθιστόρημα του «Το δώρο του Χάμπολντ» (1975) πήρε το Βραβείο Πούλιτζερ.
Το 1984 χρίστηκε μέλος της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και το 1990 του απενεμήθη το Μετάλλιο του Εθνικού Ιδρύματος Βιβλίου για τη διακεκριμένη συνεισφορά του στα αμερικανικά γράμματα.
Ο Μπέλοου, σύνθετος και θορυβώδης, γεμάτος ορέξεις και επιχειρήματα, συνδυάζει τις σκέψεις για το θάνατο με τη φλυαρία για τη ζωή, ήταν ένας εξαιρετικός παρατηρητής. «Eχω πάντα το αυτί μου, κολλημένο στο έδαφος. Οποιος το κάνει αυτό, δύο πράγματα μπορεί να του συμβούν: είτε να λερώσει το αυτί του, είτε να ακούσει το τρένο να πλησιάζει», έλεγε με τη γνωστή ειρωνεία του.
«...Και το μεγάλο, πολύ μεγάλο πλήθος, ο ανεξάντλητος ρους εκατομμυρίων κάθε ράτσας και είδους να ξεχύνεται, να σπρώχνει άτομα κάθε ηλικίας, κάθε νοημοσύνης, κάτοχοι και του παραμικρού ανθρώπινου μυστικού, αρχαίου και μελλοντικού, σε κάθε πρόσωπο η αποτύπωση ενός συγκεκριμένου κινήτρου ή μιας ουσίας; μοχθώ, ξοδεύω, προσπαθώ, σχεδιάζω, αγαπώ, προσκολλώμαι, υποστηρίζω, ενδίδω, φθονώ, νοσταλγώ, περιφρονώ, κρύβω, θέλω, πεθαίνω, ...» «Αδραξε τη μέρα»
K.T.