Πολιτιστικά
Πέμπτη, 07 Απριλίου 2005 20:39

Σίγησε η φωνή της Ρωμιοσύνης

Σίγησε η φωνή της Ρωμιοσύνης, ο λαϊκός βάρδος Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αλλά «θα ζει για πάντα για να ξυπνά με τα τραγούδια του συνειδήσεις μ' αυτή τη φωνή που έρχεται από το "υπερμάχω", και τα ξύλινα καμπαναριά του Αγίου Ορους». Ο Θεοδωράκης είχε πει «Αν η μουσική μου είναι το δάσος, τότε η φωνή του μάγεψε το δάσος, κι εγώ του χρωστάω τα πιο πολλά».

Το να μιλήσει κανείς για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση δεν είναι εύκολο, γι' αυτό και ανατρέξαμε στην "Αυτοβιογραφία" του, από τις πλέον μελωδικές, αφού ο δημιουργός μάς ξεναγεί στα τραγούδια που σημάδεψαν ολόκληρες γενιές, στα "μονοπάτια της ζωής του", όπως τέμνονται με τους μεγάλους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού στα τελευταία πενήντα χρόνια.

Αρκούν μια δυο πενιές στο σόλο μπουζούκι της εισαγωγής, για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα του τραγουδιού, συνήθως σε ζεϊμπέκικο ρυθμό, λίγο πριν ακουστεί η φωνή του μεγάλου ερμηνευτή. Από κει και πέρα αρχίζει η περιπλάνηση σε λιμάνια, γειτονιές και καπηλειά, που συγκροτούν τον "κόσμο των μποέμικων καρδιών". Εκεί που συναντώνται εραστές των καραβιών, "με σημαία ξένη", "θαλασσόλυκοι", που είδαν το όνειρό τους να προδίδεται "μια βραδιά στον Αϊ Βασίλη", "ναυάγια της ζωής, καράβια τσακισμένα/άντρες που πίνουνε κρασί" και αναζητούν ένα λιμάνι στη ζωή και την καρδιά τους, "παλικαράκια" χλωμά, αδιέξοδοι έρωτες και καπηλειά, με το όνομα "Μπελαμής", "Χατζηθωμάς" ή "Μαριγώ", μικρά οχυρά της θλίψης και της μοναξιάς, καταφύγια των καταφρονεμένων, που διευρύνουν την τοπογραφία της μοναξιάς σε στεριά και θάλασσα.

Ακόμη και στα τραγούδια, που ύμνησαν τον έρωτα και την απαντοχή: "Αμφιβολίες", "Επίσημη αγαπημένη", "Μια γυναίκα φεύγει", "Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο", το "Τρελοκόριτσο", ξεχωρίζει η ελληνικότητα της αντρικής λαϊκής φωνής και το συναίσθημα του καημού, σε όλο τους το μεγαλείο, που εξυμνούν τη μποέμικη ζωή, το ερωτικό αδιέξοδο και τα παιγνίδια της μοίρας όσων ψάχνουν "για να βρούνε μες στη νύχτα ένα φάρο/ή να πούνε καλώς όρισες στον Χάρο".

Η δωρική φωνή του «σερ» του ελληνικού πενταγράμμου, όπως χαρακτηρίστηκε, αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος στα έργα του Μίκη Θεοδωράκη και έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης, για να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Χριστοδούλου στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.

«Αν κάποιος με ρωτούσε τι έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μου από τη δεκαετία του '60 θα του απαντούσα: η εικόνα του Μπιθικώτση να τραγουδάει. Εκεί, σε μια συναυλία του '60, σε κάποιο θέατρο, άκουσα τον Μπιθικώτση να τραγουδάει «Τα περιβόλια». Μπιθικώτσης δεν πρόκειται να ξαναπεράσει ποτέ. Ο Μπιθικώτσης είναι η Ελλάδα. Πετάς ένα σπόρο και ξαφνικά φυτρώνει ένα δέντρο που σκεπάζει όλη την Ελλάδα. Καμία προσπάθεια δεν έκανες να το ποτίσεις και να το καλλιεργήσεις. Ακουσα τον Μπιθικώτση να τραγουδάει Βαμβακάρη και ξέχασα ποιος είναι ο συνθέτης και ποιος ο τραγουδιστής. Ηταν ένα κομμάτι χρυσάφι που βγήκε από τη γη», υποστήριζε ο μουσικοσυνθέτης Δήμος Μούτσης.