Οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές, που μάχονται τις ελεύθερες συναλλαγές, ας εξηγήσουν πόσο πλήττει τις αναπτυγμένες χώρες η μείωση του διεθνούς εμπορίου. Κάθε κρίση, ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτιά της ή ακόμα και λόγω αυτών, για να μπορέσει να γίνει αντιληπτή ως ερμηνεία στο ευρύ κοινό θέλει απαραιτήτως τον… εχθρό που την προκαλεί. Κατά κανόνα δε, οι εχθροί που προκαλούν τις κρίσεις είναι ανώνυμοι και αόριστοι - με εξαίρεση τη ναζιστική Γερμανία, τα δεινά της οποίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τα είχαν, κατά Χίτλερ, προκαλέσει οι Εβραίοι, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι δημαγωγοί και οι λαϊκιστές, που μάχονται τις ελεύθερες συναλλαγές, ας εξηγήσουν πόσο πλήττει τις αναπτυγμένες χώρες η μείωση του διεθνούς εμπορίου. Κάθε κρίση, ανεξάρτητα από τα πραγματικά αίτιά της ή ακόμα και λόγω αυτών, για να μπορέσει να γίνει αντιληπτή ως ερμηνεία στο ευρύ κοινό θέλει απαραιτήτως τον… εχθρό που την προκαλεί. Κατά κανόνα δε, οι εχθροί που προκαλούν τις κρίσεις είναι ανώνυμοι και αόριστοι - με εξαίρεση τη ναζιστική Γερμανία, τα δεινά της οποίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τα είχαν, κατά Χίτλερ, προκαλέσει οι Εβραίοι.
Στις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι έχουν συγκεκριμένες αιτίες, οι κρίσεις συνήθως αποδίδονται στην παγκοσμιοποίηση, στον νεοφιλελευθερισμό, στις ελεύθερες συναλλαγές και βεβαίως σε διεθνείς τοκογλύφους και άλλους πολύ κακούς ανθρώπους.
Έτσι, με βάση την αρχή «ο φόβος φυλάει τα έρμα», οι πάσης φύσεως λαϊκιστές ανακάλυψαν τη θεωρία ότι η παγκοσμιοποίηση βοηθάει μόνον τις ελίτ, οι οποίες με τη σειρά τους θησαυρίζουν εις βάρος των λαών. Ντόναλντ Τραμπ, Μπέπε Γκρίλο, Βλαδίμηρος Πούτιν και διάφοροι Μαδούρο ομιλούν άπαντες σχεδόν την ίδια γλώσσα, την ώρα που έγκριτοι οικονομολόγοι θεωρούν την παγκοσμιοποίηση ως βασική πηγή ανισοτήτων.
Ελεύθερο εμπόριο και ανοικτές οικονομίες συνολικά θεωρούνται πηγές δεινών, με τις μεγάλες επιχειρήσεις να καταγγέλλονται ότι αποφεύγουν να πληρώνουν φόρους χρησιμοποιώντας φορολογικούς παραδείσους.
Χωρίς αμφιβολία, παρόμοιες κριτικές εμπεριέχουν κάποιες αλήθειες - και ορισμένες δυσάρεστες καταστάσεις που προκύπτουν λόγω του ανοίγματος των οικονομιών μπορούν να διορθωθούν, αρκεί να υπάρχει η θέληση για κάτι τέτοιο. Υπάρχει, ωστόσο, μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις προσπάθειες για βελτίωση των όρων της παγκοσμιοποίησης και των δράσεων που αποσκοπούν στην πλήρη αντιστροφή της πορείας της.
Μία τέτοια εκδοχή είναι εντελώς λανθασμένη και το κόστος της θα ήταν οδυνηρό για την παγκόσμια οικονομία. Θέλουμε δε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι η παγκοσμιοποίηση έβγαλε από τη φτώχεια και την ανέχεια ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, γεγονός που απογείωσε και τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών.
Όπως αναφέρεται σε τελευταίο μίνι αφιέρωμα του Economist στο πλαίσιο του ελεύθερου εμπορίου, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν από 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1950 σε 20% μία πεντηκονταετία αργότερα. Η ανάπτυξη, βασισμένη στις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις, έχει τραβήξει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους πάνω από τις συνθήκες φτώχειας στην Κίνα και έχει μεταμορφώσει οικονομίες από την Ιρλανδία έως τη Νότιο Κορέα. Σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρει ότι τα είκοσι τελευταία χρόνια το απελευθερωμένο εμπόριο συνέβαλε πάνω από 40% στην άνοδο του παγκόσμιου ΑΕΠ και το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει κάποια 16 τρισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διοχετεύθηκαν στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Όμως, από την άνοδο του λαϊκισμού στη Δύση είναι ξεκάθαρο ότι οι πολίτες δεν βρίσκουν μεγάλη παρηγοριά σε αυτή την εντυπωσιακή μεταμόρφωση που σημειώθηκε στις τύχες υπανάπτυκτων το πάλαι ποτέ χωρών. Εντούτοις, τα συνολικά οφέλη της ελεύθερης αγοράς είναι αδιαμφισβήτητα και στις χώρες της Δύσης.
Οι εταιρείες που εξάγουν προϊόντα είναι περισσότερο παραγωγικές και πληρώνουν μεγαλύτερους μισθούς σε σχέση με αυτές που λειτουργούν μόνο εντός της εκάστοτε χώρας. Οι μισές από τις εξαγωγές των ΗΠΑ κατευθύνονται σε χώρες με τις οποίες ήδη υπάρχουν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, παρ’ όλο που οι οικονομίες τους αντιστοιχούν σε λιγότερο από το ένα δέκατο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Ακόμα και στην Ελλάδα οι εταιρείες που διαθέτουν υψηλή εξωστρέφεια, συνολικά, ελάχιστα αισθάνονται τη δραματική κρίση της εσωτερικής αγοράς.
Αντιθέτως, ο προστατευτισμός, παντού όπου ισχύει, πλήττει σοβαρότατα τους καταναλωτές, ενώ προσφέρει λίγα στους εργαζόμενους. Όσοι βρίσκονται κοντά ή και κάτω από τα όρια της φτώχειας επωφελούνται κατά πολύ περισσότερο από το εμπόριο απ’ ό,τι οι πλούσιοι.
Έρευνα που έγινε σε 40 χώρες βρήκε ότι αν τερματιζόταν το διασυνοριακό εμπόριο οι πλουσιότεροι καταναλωτές θα έχαναν το 28% της αγοραστικής τους δύναμης, ενώ αυτοί που βρίσκονται στο χαμηλότερο δέκατο της κλίμακας θα έχαναν το 63%. Το ετήσιο κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές από μια μετάβαση σε μη κινεζικά ελαστικά, αφότου ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επέβαλε δασμούς αντι-ντάμπινγκ το 2009, ανήλθε γύρω στο 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Παγκόσμιων Οικονομικών Peterson. Αυτό αντιστοιχεί σε πάνω από 900.000 δολάρια για κάθε μία από τις 1.200 θέσεις εργασίας που σώθηκαν.
Κατά τον Economist, μία ανοικτή στάση στα θέματα εμπορίου έχει και άλλα πλεονεκτήματα που είναι λάθος να αποκρούονται για λόγους πολιτικής ιδιοτέλειας. Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν από το 2000 στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν προσθέσει έως το 2013 στα δημόσια ταμεία 26 δισεκατομμύρια λίρες, συμβάλλοντας και στην άνοδο του ΑΕΠ. Ακόμα, στην Ευρώπη γενικά, αλλά όχι μόνον, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό προσφέρουν ανταγωνιστικότητα, τεχνολογίες, τεχνογνωσία στη διεύθυνση επιχειρήσεων, καθώς και θέσεις εργασίας. Γι’ αυτούς τους λόγους, οι υπερβολικά προσεκτικές κινήσεις της Κίνας σε ό,τι αφορά την ενθάρρυνση τέτοιου τύπου επενδύσεων είναι απογοητευτικές.
Διορθωτικές κινήσεις
Επειδή κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, θα ήταν κακόπιστο να υποστηρίζουμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει μόνον θετικές πλευρές. Υπάρχουν και τα κουσούρια της. Στο ελεύθερο εμπόριο κάποιοι χάνουν.
Έως τώρα, όμως, ελάχιστα έχουν γίνει για να βοηθηθούν. Χαμένοι υπάρχουν και από τις ταχύτατες διεθνείς ροές κεφαλαίων, αλλά και από τις γρήγορες εξελίξεις που παρατηρούνται στην ανερχόμενη ψηφιακή εποχή μας. Και αυτοί θα πρέπει να βοηθηθούν, ιδιαίτερα δε με τολμηρά και αποτελεσματικά προγράμματα επαγγελματικής επανένταξης.
Παρόμοιες προσπάθειες, όμως, απαιτούν συναινέσεις και ευρείες συνεργασίες που, στην Ευρώπη ειδικά, υπαγορεύουν περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη.
Αυτές θα ήταν συνετές απαντήσεις στα ζητήματα του προστατευτισμού και του πρωτογονισμού.
Η χειρότερη απάντηση θα ήταν να γυρίσουν οι χώρες την πλάτη τους στην παγκοσμιοποίηση. Η επιχειρηματολογία υπέρ ενός ανοιχτού μοντέλου παραμένει λίγο-πολύ η ίδια από το έτος 1843 που ιδρύθηκε το περιοδικό Economist για να υποστηρίξει την ανάκληση των νόμων περί Σιτηρών, οι οποίοι φαλκίδευαν το ελεύθερο εμπόριο.
Έκτοτε προκύπτουν περισσότερες και πιο ποικιλόμορφες ευκαιρίες στις ανοιχτές οικονομίες απ’ ό,τι στις κλειστές. Αυτό το βλέπει δε κανείς από το βιοτικό επίπεδο της σημερινής Ευρώπης.
Συνεπώς, οι περισσότερες διαθέσιμες ευκαιρίες ωθούν τους ανθρώπους σε καλύτερη ποιότητα ζωής. Αυτό πιστοποιείται, είτε μας αρέσει είτε όχι, από τα 120 εκατομμύρια μετανάστες που μπαίνουν στην Ευρώπη τα 60 τελευταία χρόνια και που συνεχίζουν να έρχονται.