Στις εκλογές του 2004, έχοντας πίσω τους τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και σε εξέλιξη δύο πολέμους, άλλοι Αμερικανοί ψήφιζαν με ανάμικτα αισθήματα φόβου και πατριωτισμού και άλλοι με την προοπτική νέου δρόμου, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στις εκλογές του 2004, έχοντας πίσω τους τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και σε εξέλιξη δύο πολέμους, άλλοι Αμερικανοί ψήφιζαν με ανάμικτα αισθήματα φόβου και πατριωτισμού και άλλοι με την προοπτική νέου δρόμου.
Το 2008 οδηγός τους ήταν η ελπίδα αλλαγής. Το 2012 επιζητούσαν τη συνέχεια. Φέτος, στον δρόμο για την κάλπη, κυριαρχούν η απογοήτευση, η κόπωση, η οργή. Και για αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό μια τοξική προεκλογική εκστρατεία, που έδωσε περισσότερο χώρο σε βιτριολικές αντιπαραθέσεις παρά στα πραγματικά προβλήματα.
Τι κι αν οι προκριματικές παρείχαν την ευκαιρία να αναδειχθούν ζητήματα όπως οι εισοδηματικές ανισότητες, η δυσφορία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ή η εξωτερική πολιτική; Η σκανδαλολογία κέρδισε. «Καθώς η ώρα της κρίσης πλησιάζει, οι ψηφοφόροι είναι πιο αηδιασμένοι από ποτέ, ύστερα από μία προεκλογική περίοδο στην οποία ολισθήσαμε σε νέα βάθη χυδαιότητας» έγραψε σε ένα ασυνήθιστα καυστικό σχόλιο η «Wall Street Journal».
Για τους παρατηρητές του εξωτερικού η μάχη είναι ανάμεσα σε δύο υποψηφίους που βλέπουν πολύ διαφορετικά τον ρόλο της Αμερικής. Είναι η σύγκρουση δύο κόσμων: του ανοιχτού, με όλα τα στραβά του, και του κλειστού, που εγείρει τείχη. Είναι μία μεγάλη δοκιμασία για το σύστημα της Δύσης, φιλελεύθερο, δημοκρατικό, καπιταλιστικό, που αμφισβητείται εντονότερα από ποτέ.
Για τους Αμερικανούς είναι μάχη ιστορική. Η πρώτη γυναίκα πρόεδρος ή ο πρώτος «αντισυστημικός», ανοιχτά ακραίος πρόεδρος; Κάποιοι θα μείνουν στην κομματική γραμμή. Από το 1952 έως το 1980 το 20% των ψηφοφόρων άλλαζαν πλευρά σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Το ποσοστό αυτό περιορίστηκε από το 2000 στο 10%.
Πολλοί θα μείνουν στη σύγκρουση ανάμεσα σε μία εκπρόσωπο του συστήματος που τους απογοήτευσε επανειλημμένα και έναν μη πολιτικό που υπόσχεται την ανατροπή του. Είναι αυτό αρκετό για να ξεχάσουν ότι ο δεύτερος, εκμεταλλευόμενος ακριβώς το σύστημα, φοροαπέφευγε επί χρόνια;
Είναι αρκετό να δικαιολογήσουν την ψήφο σε έναν υποψήφιο που προσβάλλει γυναίκες, μειονότητες, πρόσφυγες, αλλόθρησκους, άτομα με αναπηρία; Θα φανεί. Το αποτέλεσμα δεν θα κριθεί μόνο από το πώς θα ψηφίσουν οι Αμερικανοί, αλλά από το πόσοι και ποιοι θα ψηφίσουν, αντί να υποκύψουν στον πειρασμό της αποχής.
Και ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι αυτό, κανείς δεν πρέπει να εφησυχάζει. Η ρητορική του μίσους και του διχασμού έχει ποτίσει βαθιά την κοινωνία και τα αίτια που την έθρεψαν θα είναι για πολύ ακόμη εδώ.