Πολιτική
Τετάρτη, 13 Απριλίου 2005 13:09

Στη Βουλή το ν/σ για την επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ - ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.) & ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Αρθρο 1

Στο άρθρο 17 στοιχ. Α παρ. 5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α) προστίθενται εδάφια που έχουν ως ακολούθως :

«Ο προσδιορισμός δικασίμων των αγωγών, αιτήσεων και εφέσεων που κατατίθενται στα πολιτικά δικαστήρια, επιβάλλεται να γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες για τις ειδικές διαδικασίες και τους δώδεκα μήνες για την τακτική διαδικασία».

Αρθρο 2

Στο άρθρο 17 στοιχ. Β παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προστίθενται εδάφια ως ακολούθως :

«Στα πρωτοδικεία και εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται για μια διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για ένα έτος. Στους πίνακες που καταρτίζονται, περιλαμβάνονται τα ονόματα μόνον των ανωτέρω οριζόμενων ως προεδρευόντων μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση κατά τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους».

Αρθρο 3

Η παράγραφος 4 του άρθρου 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής: «4. Με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γίνεται η σύνθεση των τμημάτων, με κατανομή σε αυτά των μελών του Αρείου Πάγου. Για την κατανομή λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις των αντιπροέδρων και των αρεοπαγιτών, όπως και η αρχαιότητά τους, προκειμένου να υπηρετούν σε κάθε τμήμα και αρχαιότεροι αρεοπαγίτες. Κατά την κατανομή μπορεί να ορίζονται για κάθε τμήμα και αναπληρωτές αρεοπαγίτες, που υπηρετούν σε άλλα τμήματα. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους να συμπληρώνει τη σύνθεση ορισμένων τμημάτων από άλλα τμήματα, εφόσον αυτό επιβάλλεται από ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες. Η πράξη αυτή του Προέδρου έχει προσωρινή ισχύ μέχρι να ληφθεί σχετική απόφαση από την Ολομέλεια, η οποία πρέπει να συγκληθεί προς τούτο μέσα σε τριάντα ημέρες και η απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».

Αρθρο 4

Στο τέλος του άρθρου 73 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθεται παράγραφος, που έχει ως εξής : «6. Στα δικαστήρια ή εισαγγελίες που διαθέτουν πολλά τμήματα ή αυτοτελή γραφεία, οι προϊστάμενοι διευθύνσεων και τμημάτων δεν επιτρέπεται να υπηρετούν στην ίδια διεύθυνση ή στο ίδιο τμήμα συνεχώς πέραν της τριετίας. Το ίδιο ισχύει και για τους υπαλλήλους των τμημάτων ή των αυτοτελών γραφείων, εκτός αν, κατά την κρίση των αρμοδίων οργάνων διοίκησης, από τη μετακίνησή τους διαταράσσεται η ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Κ.Π.Δ)

Αρθρο 5

Η παράγραφος 2 του άρθρου 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ) αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως άνω δικαιώματά του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως, είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση.

Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα παραπάνω δικαιώματά του. Οι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ΄, δ΄ και ε΄ εφαρμόζονται αναλόγως.

Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του».

Αρθρο 6

Το άρθρο 59 του Κ.Π.Δ αντικαθίσταται ως εξής:

«Προδικαστικά ζητήματα στην ποινική δίκη

1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη.

2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του Π.Κ, αν για το γεγονός για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε η καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ.β), αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών».

Αρθρο 7

Το άρθρο 72 του Κ.Π.Δ αντικαθίσταται ως εξής: «Ιδιότητα κατηγορουμένου. Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη».

Αρθρο 8

1. Στο άρθρο 114 στοιχείο Α περίπτωση (δ) του Κ.Π.Δ προστίθεται το άρθρο 364 παρ. 3 ΠΚ και η περίπτωση (δ) αναδιατυπώνεται ως εξής: «δ) εκείνα των άρθρων 142, 145, 147, 149, 153, 154, 156, 158, 159, 160, 202 παρ. 1 και 2, 203, 221, 247 παρ. 1 και 2, 251, 259, 266 παρ. 1, 269, 271, 278, 286, 288 παρ. 1, 290 παρ. 1 περ. α΄, 300, 314 παρ. 1 εδ. α΄, 328, 364 παρ. 3 και 397 του Ποινικού Κώδικα».

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες είχε επιδοθεί κλήση ή κλητήριο θέσπισμα μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν βρίσκονται.

Αρθρο 9

Μετά το άρθρο 142 του Κ.Π.Δ προστίθεται άρθρο 142Α, που έχει ως ακολούθως: «142 Α

Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία

1. Ενώπιον των δικαστηρίων που εκδικάζουν κακουργήματα, μπορεί να εφαρμοστεί και το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία.

2. Η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών γίνεται από το Γραμματέα του Δικαστηρίου και υπό τις οδηγίες του Δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ή άλλες τεχνικές φωνοληψίας που διενεργούνται με τη χρήση κατάλληλων μηχανικών μέσων και, εφόσον παρίσταται αναγκαίο, με τη συνδρομή βοηθητικού προσωπικού.

3. Οι υλικοί φορείς του ήχου όπως ψηφιακοί δίσκοι και κασέτες παράγονται, με την ενσωμάτωση του ήχου, σε ένα πρωτότυπο το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου για τη διασφάλιση της δυνατότητας επαλήθευσης προς το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο κείμενο και σε ένα κυρωμένο αντίτυπο, το οποίο χρησιμοποιείται για την εργασία της απομαγνητοφώνησης και εκτύπωσης.

4. Η μηχανική εγγραφή (φωνοληψία) κατά τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου αποτελεί για τις ανάγκες του άρθρου 142 παρ. 1 τα πρόχειρα πρακτικά.

5. Το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο κείμενο υπογράφεται από το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση και από το γραμματέα, τίθεται στη δικογραφία και συνιστά το κατά την έννοια του άρθρου 142 παρ. 2 κείμενο των πρακτικών».

Αρθρο 10

Στο τέλος του άρθρου 244 του Κ.Π.Δ προστίθεται εδάφιο που έχει ως ακολούθως: «Η διενέργεια προανάκρισης, εφόσον συντρέχουν οι προηγούμενες προϋποθέσεις, επιτρέπεται μόνον για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και για εξαιρετικούς λόγους που πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα».

Αρθρο 11

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 282 του Κ.Π.Δ προστίθεται εδάφιο τελευταίο που έχει ως εξής: «Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες».

Αρθρο 12

Η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 287 του Κ.Π.Δ αντικαθίσταται ως εξής: «α) Αν η ανάκριση συνεχίζεται, πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήματος ο ανακριτής αναφέρει στον εισαγγελέα εφετών με αιτιολογημένη έκθεσή του τους λόγους για τους οποίους δεν περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μέσα σε δέκα ημέρες εισάγει τη δικογραφία στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

Πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο (έγγραφο, τηλεγράφημα, τηλετύπημα ή τηλεομοιοτυπία) ο κατηγορούμενος να εμφανισθεί ενώπιον του συμβουλίου και εκθέσει τις απόψεις του αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου. Το συμβούλιο, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τον εισαγγελέα, αποφαίνεται αμετάκλητα, με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα, αν πρέπει να απολυθεί προσωρινά ο κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να εξακολουθήσει η προσωρινή του κράτηση. Αν η ανάκριση ενεργείται από εφέτη κατά το άρθρο 29, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το συμβούλιο των εφετών».

Αρθρο 13

Η παράγραφος 2 του άρθρου 340 του Κ.Π.Δ αντικαθίσταται ως εξής: «Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι’ αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης».

Αρθρο 14

Στο άρθρο 340 του ΚΠΔ προστίθεται τέταρτη παράγραφος, που έχει ως ακολούθως: «4. Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως, μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παραγράφου 2. Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων, δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης».

Αρθρο 15

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 341 του ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση και δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης».

Αρθρο 16

Η παράγραφος 1 του άρθρου 349 του Κ.Π.Δ, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται ειδικά στην απόφαση. Μπορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή.

Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία και αποκλειστικά για λόγους ανωτέρας βίας, ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα στην απόφαση της αναβολής.

Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία ανακοινώνει το δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σ’ αυτή κλητεύονται μόνον οι απόντες. Αναβολή σε άλλη δικάσιμο που ορίζεται από τον εισαγγελέα γίνεται μόνον αν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου, δεν το επιτρέπουν και κανείς από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά. Αν ο κατηγορούμενος ή ένας τουλάχιστον από τους περισσότερους κατηγορουμένους κρατείται προσωρινά και με την αναβολή η εκδίκαση της υπόθεσης δεν μπορεί να γίνει πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου προσωρινής κράτησης, η δίκη διακόπτεται έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι η διακοπή αρκεί για την αντιμετώπιση του σημαντικού αιτίου της αναβολής. Αν η διακοπή της δίκης δεν αρκεί για το σκοπό αυτόν ή αν, και μετά τη διακοπή, εξακολουθεί να υπάρχει το σημαντικό αίτιο, η δίκη μπορεί να αναβληθεί μόνον αν βεβαιώνεται στην απόφαση αιτιολογημένα ότι είναι άλλως αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης».

Αρθρο 17

Το άρθρο 435 του Κ.Π.Δ αντικαθίσταται ως εξής:

«Φυγοδικία του κατηγορουμένου. Αν η προσωρινή κράτηση εκείνου που παραπέμφθηκε για κακούργημα αρθεί ή αντικατασταθεί με περιοριστικούς όρους, κατά τα άρθρο 286 και 291, και δεν εμφανιστεί αυτός στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο κατά το άρθρο 340 παρ. 2, το δικαστήριο ανακαλεί τη διάταξη ή την απόφαση για άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και διατάσσει ταυτόχρονα την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται τα άρθρα 433 και 434. Το ίδιο διατάσσει το δικαστήριο και αν δεν είχε διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου».

Αρθρο 18

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 478 του Κ.Π.Δ καταργείται και απαλείφεται η αρίθμηση της πρώτης παραγράφου αυτού.

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 482 του Κ.Π.Δ καταργείται και η επόμενη παράγραφος 3 αριθμείται ως 2.

3. Το άρθρο 508 του Κ.Π.Δ καταργείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Αρθρο 19

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 748 του Κ.Πολ.Δ προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής: «Η δικάσιμος για την επανάληψη των δηλώσεων των συζύγων περί συναινετικής λύσης του γάμου τους, ορίζεται υποχρεωτικά εντός 30 ημερών από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το άρθρο 1441 παρ. 2 του ΑΚ χρονικού διαστήματος των 6 μηνών. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών, των Χριστουγέννων - Νέου Έτους και του Πάσχα, η δικάσιμος ορίζεται, υποχρεωτικά, εντός 30 ημερών από την επανέναρξη της κανονικής λειτουργίας των δικαστηρίων».

Αρθρο 20

Η παράγραφος 2 του άρθρου 1003 του ΚΠολΔ αντικαθίσταται ως εξής:«Όποιος υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου, οφείλει να δηλώσει προηγουμένως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα πλήρη στοιχεία του τρίτου και να καταθέσει σ’ αυτόν ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο του χορηγείται η σχετική εντολή».

Αρθρο 21

Η περίπτωση γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 954 του Κ.Πολ.Δ, αντικαθίσταται ως εξής: «γ) Τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο».

Αρθρο 22

Στο άρθρο 1532 του Α.Κ. προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως ακολούθως: «3. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (Π.Κ)

Αρθρο 23

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής: «Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παρ. 1».

Αρθρο 24

Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε μέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής».

Αρθρο 25

Η παράγραφος 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και ένα χρόνο για τα πταίσματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει οσάκις η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ’ εφαρμογή των άρθρων 30 παρ. 2 και 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».

Αρθρο 26

Η παρ. 2 του άρθρου 186 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «2. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι’ αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη κατά το άρθρο 83.

Για την ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού, απαιτείται έγκληση του προσώπου κατά του οποίου σχεδιαζόταν η τέλεση του πλημμελήματος, αν το υπό εκτέλεση πλημμέλημα διώκεται κατ’ έγκληση».

Αρθρο 27

Η παράγραφος 2 του άρθρου 393 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: «2. Ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 382 παρ. 1 και 2 στοιχ. γ’, 386, 386Α, 388, 390, εφόσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, , 404 παρ. 1 και 2 και 405 παρ. 1, απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του».

Αρθρο 28

Στο άρθρο 398 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο τελευταίο που έχει ως εξής:

«Η ποινική δίωξη για το αδίκημα της απλής χρεοκοπίας ασκείται ύστερα από έγκληση του συνδίκου ή του πτωχευτικού πιστωτή».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρθρο 29

Μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης

1. Ανεκτέλεστες ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί για πλημμελήματα με δικαστικές αποφάσεις οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες πριν από τη δημοσίευση του παρόντος και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μετατρέπονται σε χρηματικές ποινές, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο στον αρμόδιο για την εκτέλεση των ποινών Εισαγγελέα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η μετατροπή αποκλείεται, αν η ποινή φυλάκισης έχει περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να ισχύει.

2. Για τη μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετάκλητα το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από τη κλήτευση καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του, ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο.

3. Μετά την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την ποινή ή άσκηση αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ή της απόφασης και εφόσον ασκηθεί κηρύσσεται απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Αρθρο 30

Απόλυση κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης

1. Κρατούμενοι που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή φυλάκισης για πλημμελήματα, απολύονται με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον:

Α) Η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι δύο έτη και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής.

Β) Η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα τρίτο αυτής.

2. Όσοι απολύονται με βάση τις παραπάνω διατάξεις, αν υποπέσουν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέο από δόλο τελούμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής, για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.

3. Οι διευθυντές των σωφρονιστικών καταστημάτων υποβάλλουν μέσα σε πέντε μέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στον Εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.

4. Απολύσεις που γίνονται κατά το άρθρο αυτό, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης στις αρμόδιες υπηρεσίες ποινικού μητρώου και καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων.

5. Δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση όσων απολύονται κατά το άρθρο αυτό για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων και τελών που τους έχουν επιβληθεί με τις οικείες καταδικαστικές αποφάσεις. Εφόσον στους ανωτέρω έχει επιβληθεί και χρηματική ποινή, αυτή, με τα δικαστικά έξοδα που τυχόν δεν έχουν βεβαιωθεί, βεβαιώνεται αρμοδίως πριν την απόλυσή τους κατά τις κείμενες διατάξεις.

6. Όσοι από τους παραπάνω κρατουμένους δεν έχουν εκτίσει τον προβλεπόμενο στην παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Β΄ ελάχιστο χρόνο για την απόλυσή τους, εφόσον οι αποφάσεις με τις οποίες κρατούνται δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μπορούν να τις μετατρέψουν σε χρηματικές με τους όρους των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου.

7. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού λύεται από το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις προϋποθέσεις του μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μετά από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.

Αρθρο 31

Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης

1. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στην παρ. 5: α) των πταισμάτων και β) υφ’ όρον των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση αυτή αν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου τούτου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των δύο μηνών ή σε χρηματική ποινή τουλάχιστον 150 ευρώ συνεχίζεται κατ’ αυτού η παυθείσα ποινική δίωξη.

2. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 στοιχ. β΄ και παρ. 2 δεν υπολογίζεται στον, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο ενδιάμεσος χρόνος από την παύση της δίωξης αυτής μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.

3. Οι δικογραφίες που αφορούν τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους εγκλήματα, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα ή δημοσίου κατηγόρου. Για την τύχη των πειστηρίων, επί μεν πλημμελημάτων αποφαίνεται αμετάκλητα το συμβούλιο πλημμελειοδικών, επί πταισμάτων δε ο αρμόδιος πταισματοδίκης.

4. Οι, σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, συνέπειες των πράξεων που αναφέρονται στις παρaγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, δεν θίγονται από την προβλεπόμενη παραγραφή και παύση της δίωξής τους.

5. Η παύση της ποινικής δίωξης κατά την παρ. 1, δεν ισχύει για τις ακόλουθες παραβάσεις: α) του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα, β) του ν. 690/1945 και γ) του άρθρου 377 του Ποινικού Κώδικα για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση.

Αρθρο 32

Μη εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων λόγω υφ’ όρον παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών

1. Επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος διάρκειας μέχρι έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρον ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέα από δόλο προερχόμενη αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθέρας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσης ποινής, κατά τις γενικές διατάξεις, το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την καταδίκη για τη νέα πράξη.

2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ. 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατήγορου, κατά περίπτωση.

Αρθρο 33

Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/67, απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες ευρώ.

Αρθρο 34

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2, των οποίων η ισχύς αρχίζει από 16.09.2005.