Κινέζοι χάκερ «στόχευσαν» ξένο κυβερνητικό προσωπικό που επισκέφτηκε αμερικανικό αεροπλανοφόρο την ημέρα πριν μια απόφαση διεθνούς δικαστηρίου σε βάρος της Λαϊκής Δημοκρατίας για τη Θάλασσα Νότιας Κίνας, σύμφωνα με αμερικανική εταιρεία κυβερνοασφαλείας.
Κινέζοι χάκερ «στόχευσαν» ξένο κυβερνητικό προσωπικό που επισκέφτηκε αμερικανικό αεροπλανοφόρο την ημέρα πριν απόφαση διεθνούς δικαστηρίου σε βάρος της Λαϊκής Δημοκρατίας για τη Θάλασσα Νότιας Κίνας, σύμφωνα με αμερικανική εταιρεία κυβερνοασφαλείας.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times, ομάδα που εδρεύει στην Κίνα δημιούργησε ένα μολυσμένο έγγραφο το οποίο υποτίθεται πως ήταν επίσημο μήνα απευθυνόμενο σε αξιωματούχους που επισκέπτονταν το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο USS Ronald Reagan, το οποίο πραγματοποιούσε περιπολίες στη Θάλασσα Νότιας Κίνας τον Ιούλιο. Η ημερομηνία του εγγράφου είναι 11 Ιουλίου, την ημέρα πριν το δικαστήριο της Χάγης αποφάσισε κατά των βλέψεων της Κίνας στην περιοχή. Οι στόχοι των χάκερ ήταν απεσταλμένοι μιας ξένης κυβέρνησης που επρόκειτο να επισκεφθούν το αεροπλανοφόρο εκείνη την ημέρα.
Το έγγραφο περιείχε λογισμικό Enfal, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιγραφή πληροφοριών από έναν μολυσμένο υπολογιστή ή το download ιών υπολογιστών.
Σύμφωνα με την εταιρεία κυβερνοασφαλείας FireEye, η ομάδα που σχεδίασε το ύποπτο αυτό έγγραφο είναι η πηγή προηγούμενων επιθέσεων εναντίον αμερικανικών και βιετναμέζικων δικτύων υπολογιστών του τομέα της εθνικής άμυνας. Ο στόχος της επίθεσης, τύπου «spear phishing» (επίθεση με τη μορφή email που φαίνεται να προέρχεται από κάποιον γνωστό στον παραλήπτη) ήταν η συλλογή πληροφοριών για στρατιωτικές κινήσεις και συστήματα διοίκησης και ελέγχου, καθώς και για θέματα πολιτικής.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνδέουν την προσπάθεια αυτή με την κινεζική κυβέρνηση, και καμία ένδειξη ότι η επίθεση ήταν επιτυχής, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Το USS Ronald Reagan και τα πλοία που το συνόδευαν πραγματοποίησαν 53 ημέρες επιχειρήσεων στον δυτικό Ειρηνικό, περιλαμβανομένης της Θάλασσας Νότιας Κίνας, το 2016. Αξιωματούχος του ναυτικού των ΗΠΑ δήλωσε πως δεν υπήρχαν ενδείξεις πως τα συστήματα του αεροπλανοφόρου παραβιάστηκαν, ή ότι επηρεάστηκαν οι επιχειρήσεις του στην περιοχή.