«Αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, τα χέρια της κυβέρνησης δένονται, δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα μετά να κάνουμε τίποτα κι επιστρέφουμε ακριβώς στο status quo ante της αντισυνταγματικής λειτουργίας άνευ αδείας των τηλεοπτικών σταθμών», δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς.
«Αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, τα χέρια της κυβέρνησης δένονται, δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα μετά να κάνουμε τίποτα κι επιστρέφουμε ακριβώς στο status quo ante της αντισυνταγματικής λειτουργίας άνευ αδείας των τηλεοπτικών σταθμών», δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς.
Όπως είπε, η συνέχεια «θα είναι μία διαδικασία πολύ χρονοβόρα, διότι θα προαπαιτείται η συγκρότησή του ΕΣΡ και η εκκίνηση όλων των νόμιμων διαδικασιών. Σε αυτό το ενδεχόμενο επιστρέφουμε σε ένα status quo τηλεοπτικό, το οποίο το ίδιο το συνταγματικό δικαστήριο το έχει περιγράψει ως παράνομο».
Αναφερόμενος στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο των τελευταίων 27 ετών έκανε λόγο για «ένα κλειστό club καναλαρχών το οποίο υπέκλεψε τον αέρα της χώρας». «Ήταν μία θεμελιώδης στρέβλωση και όσοι ομνύουν στις μεταρρυθμίσεις και στη διαφάνεια θα έπρεπε αυτή την κορυφαία μεταρρύθμιση να τη στηρίξουν με νύχια και με δόντια», πρόσθεσε.
Ο κ. Παππάς επανέλαβε ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει εξαντλώντας όλα τα περιθώρια συναίνεσης σημειώνοντας πως «εκ των υστέρων και στελέχη της Ν.Δ. διατυπώνουν την άποψη ότι κακώς δεν έγινε διαγωνισμός τα προηγούμενα χρόνια». «Και ο κ. Βορίδης και η κ. Μπακογιάννη... Συνομολογούν όλοι ότι έπρεπε να γίνει διαγωνισμός, έχουν μπλοκάρει εκ των προτέρων τη συγκρότηση του ΕΣΡ και κατηγορούν εμάς, επειδή ακριβώς φέραμε σε πέρας με πολύ μεγάλη προσπάθεια αυτό το διαγωνισμό», συνέχισε.
Σε ό,τι αφορά την τροπολογία ο υπουργός Επικρατείας είπε πως θα την ξαναφέρει και την αποσυνέδεσε χρονικά από την απόφαση του ΣτΕ λέγοντας «η απόφαση του ΣτΕ δεν ξέρουμε πότε θα εκδοθεί. Άρα δεν μπορεί, αυτή η διαδικασία μετάβασης στο νέο τηλεοπτικό τοπίο να αναβάλλεται εσαεί».
«Και πρέπει να σας πω κιόλας ότι ποτέ η διοίκηση δεν περίμενε τις οριστικές αποφάσεις του ΣτΕ...Υπήρχε και πριν τον 4339 ένα νομικό πλαίσιο που απαγόρευε σε μη αδειοδοτημένους να εκπέμπουν. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος. Έρχεται λοιπόν η δική μας η ρύθμιση και αποσαφηνίζει και κάνει και πιο αυστηρό το πλαίσιο αυτής της νομικής πρόνοιας, η οποία είναι και απολύτως συμβατή με το Σύνταγμα. Είμαστε πανέτοιμοι εδώ και καιρό να εκπληρώσουμε τη συνταγματική επιταγή για την αδειοδότηση», ανέφερε.
Ακόμη, σημείωσε ότι αν το ΣτΕ κρίνει πως δεν έπρεπε να γίνει ο διαγωνισμός όπως έγινε θα ζητήσει «να επιστρέψουμε σε ανθρώπους πολύ πλούσιους 255.000.000». «Βεβαίως», συμπλήρωσε, «όλοι τους νόμους και τις αποφάσεις της δικαιοσύνης τις σεβόμαστε αλλά αυτή είναι η ουσία. Και κυρίως, εκτός από το υπέρογκο ποσό που θα επιστρέψει από τις κοινωνικές δράσεις τις οποίες εμείς αυτή τη στιγμή το διοχετεύουμε σε ανθρώπους που έχουν την οικονομική επιφάνεια και τη δυνατότητα να πληρώνουν, κυρίως θα γυρίσουμε σε ένα τηλεοπτικό καθεστώς το οποίο είναι αν μη τι άλλο αδιαφανές».
Για τις επικρίσεις που δέχεται η κυβέρνηση ότι κάνει παρεμβάσεις και ασκεί πιέσεις στη Δικαιοσύνη ο κ. Παππάς απάντησε: «Ο μέσος πολίτης και δελτία ειδήσεων παρακολουθεί, έχει δει πόσο έχουνε στοχοποιηθεί εδώ και δύο μήνες δικαστικοί λειτουργοί και πώς κάποιοι δια της επικοινωνιακής οδού και των μιντιακών πιέσεων προσπαθούν να επηρεάσουν με την άποψή τους... Από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν... Διότι αντιλαμβάνεται ο πολίτης ότι δεν βλέπει δελτία ειδήσεων. Βλέπει δελτία υπεράσπισης συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Και σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι και τα τελευταία επεισόδια εντάσσονται σε όλο αυτό τον κυκεώνα, ο οποίος ξεκίνησε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας. Υπήρξαν συμφέροντα που παίξανε τα ρέστα τους σε αυτή την ιστορία».
Ανέφερε, τέλος πως «το ζήτημα της σύνθεσης του ΕΣΡ είναι αρμοδιότητα της Βουλής και όχι της κυβέρνησης. Ο κ. Βούτσης το χειρίζεται κατά πώς επιβάλει ο θεσμικός του ρόλος. Το χειρίζεται με την απόλυτη προσήλωση στη διαδικασία εξεύρεσης συναινέσεων και είμαι βέβαιος ότι έτσι θα συνεχίσει να το κάνει και στην επόμενη φάση».