Το ΔΝΤ έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος στην ελληνική περίπτωση. Θεώρησε ότι επειδή η ελληνική οικονομία συμμετείχε στην Ευρωζώνη και η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981, είχε να κάνει με μια συνηθισμένη δυτικού τύπου οικονομία. Οδυνηρό λάθος, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θεώρησε ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας ήταν αυτή των δεικτών της, ενώ στην ουσία οι θεσμοί ήταν αυτοί που υπέφεραν στην Ελλάδα. Ακολουθήθηκε έτσι μία πολιτική προσαρμογής, που κυριολεκτικά τσάκισε τους πολίτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα σήμερα η κατάσταση να βρίσκεται στο σημείο μηδέν». Αυτά μας είπε στο Στρασβούργο ο Βέλγος πρώην πρωθυπουργός Γκι Φερχόφσταντ, παρουσιάζοντας μία μελέτη της πολιτικής του ομάδας για την κατάσταση και την περαιτέρω πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Πρέπει να ομολογηθεί, από την άποψη αυτή, ότι όντως το ΔΝΤ έκανε ένα πολύ σοβαρό λάθος στην ελληνική περίπτωση. Θεώρησε ότι επειδή η ελληνική οικονομία συμμετείχε στην Ευρωζώνη και η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981, είχε να κάνει με μια συνηθισμένη δυτικού τύπου οικονομία. Οδυνηρό λάθος.
Η ελληνική οικονομία, από πολλές πλευρές είχε και έχει περισσότερα κοινά γνωρίσματα με τις πρώην κομμουνιστικού τύπου οικονομίες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, παρά με δυτική οικονομική οντότητα.
Η παραοικονομία, η κλεπτοκρατία, η εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και η πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα, σε συνδυασμό με μία αναποτελεσματική και διεφθαρμένη γραφειοκρατία, ήταν τα πιο αδρά χαρακτηριστικά των οικονομιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οποίες πέρασαν δύσκολες περιόδους προσαρμογής μετά την κατάρρευση των καθεστώτων.
Κατά κύριο δε λόγο, το μεγάλο πρόβλημα των χωρών αυτών ήταν η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, η οποία αποτελεί και τη βασικότερη προϋπόθεση για την πορεία μιας οικονομίας προς την ανάπτυξη.
Όπως αναγνωρίζεται από τις περισσότερες σχολές οικονομικής σκέψης, το ανταγωνιστικό ρυθμιστικό πλαίσιο κάθε χώρας, στον βαθμό που διευκολύνει την ανάπτυξη ανταγωνιστικών συνθηκών στη λειτουργία των βασικών της αγορών, συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων και ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την κοινωνική ευημερία.
Η εξασφάλιση της λειτουργίας υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών σε όλους τους κλάδους αποτελεί την ισχυρότερη βάση για τη βελτιστοποίηση της κατανομής των παραγωγικών πόρων στην οικονομία και για την ενίσχυση των κινήτρων που οδηγούν σε ταχύτερη ανάπτυξη προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Γενικά, ο ανταγωνισμός αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα του οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας, που προσδιορίζεται επίσης από τα βασικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα και από τον βαθμό ανάπτυξης της οικονομικής και κοινωνικής της υποδομής. Αυτό το περιβάλλον μπορεί να είναι φιλικό για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης στη χώρα, ή μπορεί να είναι αρνητικό και να καθιστά τη χώρα μη ελκυστική ως τόπο εγκατάστασης επενδύσεων, εγχώριων και ξένων.
Αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, στην Ελλάδα -όπου η οικονομική ύφεση ήταν παρούσα από το 2007- βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με τον κρατισμό και τις ανελαστικότητές του να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Ο ανταγωνισμός απουσίαζε από πολλούς κλάδους της οικονομίας, κυρίως δε από τις συγκοινωνίες, τις μεταφορές, την εκπαίδευση, τη χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και το Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό δημοσιονομικό έλλειμμα είχε σαφέστατο διαρθρωτικό χαρακτήρα, ο οποίος έκανε οξύτερα και τα συγκυριακά ελλείμματα - αυτά δηλαδή που εξαρτώνται από την πορεία του οικονομικού κύκλου. Ήταν έτσι γνωστό και, βεβαίως, είναι ακόμη, ότι η άμεση πτώση του διαρθρωτικού ελλείμματος μπορούσε να προέλθει μόνον από τη δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών και όχι τόσο από την αύξηση των δημόσιων εσόδων.
Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, η εφαρμογή πολιτικών είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, καθόσον δεν είναι ευχερής ο επακριβής υπολογισμός των διαφόρων συνθετικών στοιχείων του ελλείμματος.
Με δεδομένες, έτσι, τις αστοχίες και επιπολαιότητες της κυβέρνησης του Γιώργου Α. Παπανδρέου, η διαχείριση της ελληνικής κρίσης μόνον σε εσφαλμένους υπολογισμούς μπορούσε να οδηγήσει.
Παρ’ όλα αυτά, όσοι ασχολούνται με την οικονομία και κυρίως με τη μακροοικονομική της διάσταση, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο πολλαπλασιαστής εξαρτάται από τη σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής, με τις σχετικές μελέτες να δείχνουν ότι τα προγράμματα που βασίζονται στις περικοπές δαπανών έχουν μικρότερη αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και άρα μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας από τα αντίστοιχα που στηρίζονται στην αύξηση των φόρων.
Ο ίδιος ο Κέινς, αν ζούσε, θα εξηγούσε σε αυτούς που συνεχώς τον επικαλούνται ότι το ελληνικό μίγμα δημοσιονομικής προσαρμογής με βασικό κριτήριο τη διατήρηση συντεχνιακών συμφερόντων ξεφεύγει πλήρως της περίφημης κεϊνσιανής θεωρίας του πολλαπλασιαστή.
Γι’ αυτό η ύφεση της οικονομίας συνεχίζεται και η παραγωγική μηχανή θα βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Συνεπώς, για τη χώρα μας και το μέλλον της επείγουν οι εις βάθος διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με κύριο ζητούμενο την άμεση καταστολή της γραφειοκρατίας και των νοσηρότατων φαινομένων που αυτή παράγει.
Αυτή η διάσταση της ελληνικής κρίσης επισημαίνεται και στην έκθεση που, όπως προαναφέραμε, παρουσίασε στο Ε.Κ. ο πρόεδρος της Ομάδας Φιλελεύθερων και Δημοκρατών, υπό τον τίτλο «Η αλήθεια για την Ελλάδα, μία ελληνική τραγωδία και ένα ευρωπαϊκό δράμα». Εκπονημένη από το Ινστιτούτο Ερευνών και Ρυθμιστικών Πολιτικών, η έρευνα καταλήγει με αδρά και πραγματικά στοιχεία στο συμπέρασμα ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις σε βάθος η Ελλάδα είναι μία χαμένη περίπτωση. Ακόμα χειρότερα, επισημαίνει ότι αν ζητηθεί από το ΔΝΤ -το οποίο αρνείται, για την ώρα- να αλλάξει ο πολλαπλασιαστής δημοσιονομικής προσαρμογής, τότε η Ελλάδα θα παραμείνει για πολύ χρόνο ακόμα εκτός αγορών και θα απαιτηθεί νέο κούρεμα του χρέους της, με αμφίβολα για την ανάπτυξή της αποτελέσματα.
«Η όποια κυβέρνηση στην Ελλάδα θα πρέπει να το πάρει απόφαση. Με αλχημείες και πολιτικούς τακτικισμούς δεν θεραπεύονται βαρύτατες οικονομικές στρεβλώσεις, διαρθρωτικές, διοικητικές και παραγωγικές. Αυτή είναι η αλήθεια για την Ελλάδα και το να την παρακάμπτουν δεν οδηγεί πουθενά», μας είπε ο Γκι Φερχόφσταντ.